Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανίδεα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανίδεα [aní∂ea] adv (L)
  • unknowingly:
    • ο ζωγράφος κατορθώνει άκοπα και άσκοπα και ~ να αναπαραστήσει τα φυσικά και τεχνητά δημιουργήματα μέσα στη λεία επιφάνεια (Andronikos) |
    • poem το νύχτιο φως μού κρύβουνε απ' το μάτι | κι ~ μου στενεύουνε τα πλάτη (Zevgoli)

[der of ανίδεος2]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go