Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανίατα [aníata] adv (L)
- ① incurably, irremediably (syn αγιάτρευτα, αθεράπευτα):
- το ~ ρομαντικό της γερμανικής ψυχής ήταν στοιχείο και της δικής του ιδιοσυγκρασίας (Athanasiadis-N)
- ② fig immutably, irrevocably (syn τελεσίδικα):
- ο O. είναι ~ πληγωμένος από τη ζωή (Spandonidis) |
- τόσο η τύχη όσο και ο έρωτας συμβαίνει να είναι οι δυο ~ τυφλές θεότητες (Palaiologos)
[fr kath ανιάτως ← K, AG, der of ανίατος2]
- ① incurably, irremediably (syn αγιάτρευτα, αθεράπευτα):



