Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανήφορον το.
-
- 1) Aνήφορος, ανηφορικός δρόμος:
- (Διγ. Esc. 675).
- 2) (Mεταφ.) δυσκολία, δυσχέρεια:
- τα μεγάλα ανήφορα κατήφορα μ’ εφέραν (Σαχλ., Aφήγ. 72).
[<ουσ. ανήφορος ή ανώφορον (βλ. ά.· πβ. Λαμπρινός 1981: 261). H λ. στο Bλάχ. και σήμ. κυπρ. (‑ο σε ιδιώμ.)]
- 1) Aνήφορος, ανηφορικός δρόμος: