Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανήμερα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανήμερα [anímera] επίρρ. χρον. : προσδιορίζει πράξη που έγινε την ίδια μέρα με αυτήν που εκφράζει ο χρονικός προσδιορισμός που ακολουθεί: ~ (τα) Xριστούγεννα / (την) Πρωτοχρονιά / το Πάσχα, την ημέρα των Xριστουγέννων κτλ. ~ του θανάτου του / με το θάνατό του, την ημέρα ακριβώς που πέθανε.

[μσν. ανήμερα < αρχ. φρ. ἐν ἡμέρᾳ `μέσα σε μία μέρα΄ με μετακ. τόνου αναλ. προς το σήμερα και παρετυμ. αν(α)-]

[Λεξικό Κριαρά]
ανήμερα, επίρρ.,
βλ. ενήμερα.
[Λεξικό Γεωργακά]
ανήμερα1 [anímera] adv
  • on the very (or the same) day (of a holiday):
    • πήγαμε κ' ήρθαμε ~ |
    • ~ του Xριστού, τ' Aϊ-Nικόλα, των Φώτων κλ |
    • ~ του γάμου |
    • ~ του Bαγγελισμού τα στάχυα σκύβουνε, φιλούνε τη γης και της κρένουν (Prevelakis) |
    • τη Λαμπρή ~ βάζουν όλοι τα ψαθάκια τους (Myriv) |
    • παντρευόντανε η αδελφή του το δεκαπενταύγουστο, ~ της Παναγιάς (Vlami) |
    • πήγανε και μεθύσανε ~ τα γενέθλιά του στην εξοχή (Petsalis) |
    • folks. Παρασκευή τα ζήτησα, Σαββάτο μου τα δώσαν, | την Kυριακήν ~ άνοιξα, μπήκα μέσα (Theros) |
    • poem δείχνοντας ένα χαμηλό γιαλό μέσα στο πούσι | τ' άδειο ακρογιάλι ~ Xριστούγεννα (Seferis) |
    • ~ της θείας γιορτής τα φοβερά μαντάτα ετούτα (Kazantz Od 7.1015)

[fr MG ανήμερα ← ενήμερα ← phr εν ημέρα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανήμερα2 [anímera] adv
  • cruelly, mercilessly (syn σκληρά, ant ήμερα):
    • μας φέρθηκε άγρια και ~ |
    • σε μια βρυσούλα απόμερα, που στάλαζε σα δάκρυ το νεράκι, κοσμάκης γύρω και κόσμος χύνονταν και πάλευεν ~ για να δράξει μια δροσοσταλιά (Palam) |
    • ο αγώνας αυτός δίνει την εντύπωση μιας πάλης ανθρώπων ~ ριγμένων ο ένας ενάντια στον άλλον για να αλληλοσπαραχθούν (Thrylos) |
    • κύματα απανωτά από αεροπλάνα, με χιλιάδες αλεξιπτωτιστές, ρίχτηκαν σα γεράκια πάνω στη μεγαλόνησο, τη ράμφισαν ~ στο κεφάλι (Terzakis) |
    • απέξω μούγκριζε ~ η θάλασσα (Chatzianagnostou)

[der of ανήμερος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες