Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανήλιος, επίθ.
-
- Που στερείται τον ήλιο, σκοτεινός:
- (Aπόκοπ. 66, 244).
[αρχ. επίθ. ανήλιος. H λ. και σήμ.]
- Που στερείται τον ήλιο, σκοτεινός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανήλιος -α -ο [anílios] Ε6 & [aní
os] Ε4 : (για τόπο, οίκημα κ.ά.) που δεν τον βλέπει ο ήλιος· ανήλιαγος, σκοτεινός. ANT προσήλιος: Aνήλια σπίτια / υπόγεια. || Οι ανήλιες μέρες του χειμώνα. || (ως ουσ.) το ανήλιο, ο τόπος, το μέρος που δεν το βλέπει ο ήλιος. ANT προσήλιο. [αρχ. ἀνήλιος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανήλιος, -α, -ο [aníljos] s. ανήλιαστος
- :
- ~ τόπος |
- ανήλια κάμαρα, σπηλιά, τρύπα |
- ανήλιο δωμάτιο, ξωκλήσι, σπίτι, υπόγειο |
- ανήλια δρομάκια, έγκατα, λημέρια |
- στοχαζόμουν με σύγκρυο τρόμου τις βρώμικες και ανήλιες τρύπες του Παλαμηδιού (Panagiotop) |
- τον κλείσανε στις φυλακές του Pίου, σ' ένα ανήλιο κελί (Bastias) |
- κοιτάει με συγκίνηση το χωριό του, που χάνεται στον ανήλιον ορίζοντα (Karagatsis) |
- το μαγαζάκι του σώζεται σ' ένα στενό ανήλιο σοκάκι κοντά στο ποτάμι (Athanasiadis-N) |
- poem ποιος παρακάτου ξέρει |..| ποιος πρώτος θενά πάει στ' ανήλια μέρη, | ποιος μόνος του θα μείνει από τους δύο (Markoras) |
- αργάτισσες χλωμές που σκέβρωσαν στο ανήλιο μεροδούλι (Kazantz Od 6.1157) |
- τις μαζώνουν οι νεράιδες οι ανυφάντρες | μες στα υπόγεια τους σεράγια και στ' ανήλια (Melissanthi)
[fr MG ανήλιος ← AG, K (cpd of pref ἀν- & eλιος)]



