Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανήλικο
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανήλικο [aníliko] το,
  • minor, child:
    • στο σπίτι απόμειναν τα δυο ανήλικα (Petsalis) |
    • ο καθένας φοβάται να ληστέψει τ' αρφανό και τ' ~ (Panagiotop)

[substantiv. n of ανήλικος, fr ανήλικο παιδί]

[Λεξικό Κριαρά]
ανήλικος, επίθ.· ανέλικος.
  • 1) Που δεν έχει φτάσει την ανδρική, τη νόμιμη ηλικία:
    • (Eλλην. νόμ. 57723).
  • 2) Που δεν έχει πείρα, μη έμπειρος:
    • ανήλικον φιλιάς (Eρωτοπ. 538).

[μτγν. επίθ. ανήλικος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανήλικος -η -ο [anílikos] Ε5 : ANT ενήλικος. 1. που δεν ενηλικιώθηκε, που βρίσκεται ακόμα στην παιδική ή στην εφηβική ηλικία: Aνήλικο αγόρι / κορίτσι. Mην έχεις πολλές απαιτήσεις από ένα ανήλικο παιδί. 2. (νομ.) για πρόσωπο που δε συμπλήρωσε το δέκατο έκτο έτος της ηλικίας του. || (ως ουσ.) ο ανήλικος, το ανήλικο: Ίδρυμα προστασίας ανηλίκων. Έργο ακατάλληλο για ανηλίκους.

[ελνστ. ἀνήλικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανήλικος1 [anílikos] ο,
  • minor, child:
    • δικαστήριο ανηλίκων |
    • εταιρία προστασίας ανηλίκων |
    • ιματιοθήκη ανηλίκων |
    • έξι ανήλικοι διέρρηξαν ισάριθμα ταξί |
    • μερικοί ανήλικοι είχαν διαβάσει πατριωτικά βιβλία κ' έγιναν πατριώτες (Kazantz) |
    • καλείται ο κόσμος των ανηλίκων ν' αποκτήσει τον κουμπαρά του (Palaiologos)

[substantiv. m of ανήλικος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανήλικος2, -η, -ο [anílikos]
  • minor, under-age, immature (near-syn L άνηβος, ant ενήλικος):
    • ~ εγκληματίας |
    • ανήλικη κόρη |
    • πήραν στο λαιμό τους ανήλικα κορίτσια |
    • γιατί να ξεκουράζονται το ίδιο ανήλικα παιδιά και ενήλικοι δασκάλοι; (Papanoutsos) |
    • ο γιος του Mουσταφά έκλεψε μιαν ανήλικη χριστιανή και την εκατάφερε ν' αλλαξοπιστήσει (Prevelakis) |
    • δεν δίνανε καμιά σημασία στην ανήλική μου παρουσία (Lountemis) |
    • το εξώγαμο ανήλικο τέκνο έχει την κατοικία της μητέρας του (Christidis) |
    • folks. να μου κοιτάζουν το παιδί, το μαύρο το Δημήτρη, | που 'ναι μικρό κι ανήλικο κι από κλεφτιά δεν ξέρει! (DPetrop) |
    • poem και αισθανόντανε αντρειότερα | στην ανήλικη καρδιά (Solom)

[fr MG ανήλικος ← LK (3rd c. AD) ανήλικος, cpd of pref ἀν- & eλικος fr eλιξ; cf ἐνήλικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανηλικότητα [anilikótita] η, s. ανηλικιότητα
:
  • το ελαφρυντικό της ανηλικότητας |
  • η ~ των κληρονόμων δεν βλάφτει το κύρος της συμφωνίας (Christidis) |
  • η Eύα παρά την ανηλικότητά της είναι η πρώτη που παραβίασε τη θεία εντολή (Palaiologos)

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανηλικότης, der of ανήλικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες