Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανήλιαγο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανήλιαγο [aníljaγo] το,
  • sunless or dark place:
    • της έκανε μάγια για να την ξανατραβήξει μέσα στ' ~ του γκέτο και να την εκμεταλλεύεται (Tsirkas) |
    • εντός της γης είτε κάτου της γης γεννιούνται από τα ογρά και ανήλιαγα σκέψες παραδεισένιες (Papatsonis) |
    • poem στ' άφαντα, στα μικρά, στ' ανήλιαγα, στα κρύα | ζουν ένας κόσμος δουλευτάδες και κουρσάροι (Palam)

[substantiv. n of ανήλιαγος (s. ανήλιαστος)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανήλιαγος -η -ο [anílaγos] Ε5 : (λογοτ.) που δεν τον φωτίζει, δεν τον θερμαίνει ο ήλιος· σκοτεινός: Aνήλιαγο σπίτι / υπόγειο / στενό.

[αν- (δες α- 1) ηλιά(ζω δες λιάζω) -γος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go