Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανήκουστα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανήκουστα [aníkusta] adv
  • in an unheard-of manner, unbelievably (syn ανάκουστα 2):
    • έλεγαν ότι το 'χε η φλογέρα να λαλάει έτσι όμορφα κι ~ (Christovasilis) |
    • αδιαφορούσε ~ για το διπλανό του (ADoxas) |
    • εκείνη την ημέρα ο αγώνας ήταν ~ σκληρός (Fteris) |
    • poem μα η νια η αυγή, που γύρω μας χλωμή φωτάει κι ανάβει, | σέρπει ένα βόγγο ~ μεγάλο στ' ανοιχτά (Sikel)

[der of ανήκουστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες