Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανήκουστα [aníkusta] adv
- in an unheard-of manner, unbelievably (syn ανάκουστα 2):
- έλεγαν ότι το 'χε η φλογέρα να λαλάει έτσι όμορφα κι ~ (Christovasilis) |
- αδιαφορούσε ~ για το διπλανό του (ADoxas) |
- εκείνη την ημέρα ο αγώνας ήταν ~ σκληρός (Fteris) |
- poem μα η νια η αυγή, που γύρω μας χλωμή φωτάει κι ανάβει, | σέρπει ένα βόγγο ~ μεγάλο στ' ανοιχτά (Sikel)
[der of ανήκουστος]
- in an unheard-of manner, unbelievably (syn ανάκουστα 2):



