Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανήθικο
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανήθικο [aníθiko] το, (L)
  • immorality (syn ανηθικότητα, ant ηθικότητα):
    • η διαφορά μας από την κοινή αντίληψη για την αδικία δεν είναι σχετική, αλλά είναι απόλυτη, είναι η διαφορά του ηθικού από το ~ (Platis)

[substantiv. n of ανήθικος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανηθικοποιώ [aniθikopió] ipf ανηθικοποιούσα, aor ανηθικοποίησα (subj ανηθικοποιήσω) (L)
  • make immoral, immoralize (ant ηθικοποιώ):
    • η μηχανή δεν ανηθικοποίησε τον κόσμο (Panagiotop)

[fr kath (neol) ανηθικοποιώ, cpd of ανήθικος & combin. form -ποιώ; cf μυθοποιώ, τακτοποιώ etc]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανήθικος -η -ο [aníθikos] Ε5 : α.(για πρόσ.) που δεν είναι ηθικός, που δεν ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες της ηθικής: ~ άνθρωπος / έμπορος / επιχειρηματίας. || ~ άντρας. Aνήθικη γυναίκα. β. (για πράξη) που δε γίνεται σύμφωνα με τις αρχές της ηθικής: Aνήθικη πράξη. Aνήθικες συναλλαγές. Aνήθικες προτάσεις. || (νομ.): Aνήθικη σύμβαση / ενοχή / αιτία, που αντιβαίνει στην ηθική και γι΄ αυτό θεωρείται άκυρη. ανήθικα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αν- (δες α- 1) ηθικ(ός) -ος μτφρδ. γαλλ. immoral]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανήθικος1 [aníθikos] ο,
  • immoral person (ant ο ηθικός):
    • οι ανήθικοι ολοένα αναφέρονται στην ηθική (Panagiotop)

[substantiv. m of ανήθικος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανήθικος2, -η, -ο [aníθikos]
  • immoral, unethical, wicked (near-syn διεφθαρμένος, ant ηθικός):
    • ~ άνθρωπος |
    • ανήθικοι σκοποί |
    • ανήθικη γυναίκα |
    • ανήθικη διαγωγή, πράξη, συμπεριφορά, χειρονομία |
    • ανήθικες ενέργειες, επιθυμίες |
    • ανήθικο άτομο, κορίτσι, παιδί |
    • ανήθικο θεατρικό έργο |
    • ανήθικα βιβλία |
    • οι πρόστυχες κακογλωσσιές των αρχαίων κωμικών ποιητών ταίριασαν τ' αθάνατ' όνομα της λεσβικής ψάλτρας με την ιδέα παθών ανήθικων και αντιφυσικών (Palam) |
    • όλα αυτά είναι προσωρινά, αφύσικα, ανήθικα (Petsalis) |
    • γιατί μου απαγορεύεται και χαρακτηρίζεται ανήθικο εκείνο που δεν κάνουν τα ζώα και οι πρωτόγονοι άνθρωποι ή δεν έκαναν οι χτεσινοί όμοιοί μου; (Papanoutsos) |
    • θεώρησε μισητά ανήθικη κι αποκρουστική την κάθε λογής διαφήμισή του (Papatsonis) |
    • ο Aριστοφάνης σιχαινόταν και χτυπούσε την κακή εφαρμογή των δημοκρατικών θεσμών και την ανήθικη εκμετάλλευσή τους (Stavrou Ar) |
    • καταργήσαμε την πορνεία σαν επάγγελμα ανήθικο (Evelpidis) |
    • poem θα 'ταν ανήθικο κάθε άλλο που θα τολμούσα να σου ζητήσω (Christianop)

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανήθικος, cpd of pref αν- & ηθικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανηθικότητα η [aniθikótita] Ο28 : 1α.η ιδιότητα του ανήθικου. ANT ηθικότητα: H ανηθικότητά του τον οδήγησε σε ανεπίτρεπτες πράξεις. β. η κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ηθικής: H ~ της σημερινής βιομηχανικής κοινωνίας. 2. η ανήθικη πράξη, ο ανήθικος λόγος: Mου διηγήθηκε ένα σωρό ανηθικότητες.

[λόγ. ανήθικ(ος) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανηθικότητα [aniθikótita] η,
  • immorality, wickedness, immoral or evil act (syn το ανήθικο, ant ηθικότητα):
    • αλύπητα χτυπά την ~ του M. (Palam) |
    • αυτοί είναι αγνά χωριατόπουλα, που τα παίρνει το στράτευμα αθώα και σεις τους μπάζετε ανηθικότητες στο κεφάλι (Myriv) |
    • τον ρωτούσε κάθε τόσο πώς είναι δυνατό να εκθέτουν δημόσια τέτοιες ανηθικότητες (Tsirkas) |
    • πολλοί Eγγλέζοι σηκώνουν φωνή, καταγγέλνουν την ~ (Kazantz) |
    • δε νοιώθει τον εαυτό του άξιο για μια τέτοιαν ~ (Paroritis) |
    • παραδέχεται την αδικία ως ~ (Platis) |
    • κατηγορούσε τους ηγέτες της εκκλησίας για την υλοφροσύνη και την ανηθικότητά τους (Kanellop) |
    • τι να πιστέψουμε, όταν εντιμότητα και ανεντιμότητα, ηθική και ~, κυλινδούνται μ' αυτόν τον τρόπο; (Ploritis) |
    • το παγκόσμιο θέατρο μάς έχει ξεφουρνίσει αρκετά έργα, που η μόνη τους αξία είναι η ελαφρά ανηθικότητά τους (Athanasiadis-N) |
    • ένας άντρας, ντυμένος γυναίκα πάνω στη σκηνή, μας γεννάει την αξία της απρέπειας και της ανηθικότητας (Moustoxydis) |
    • αυτά τα θεωρώ ανηθικότητες και τα πατάσσω (KPapa)

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανηθικότης, der of ανήθικος w. suff -της]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες