Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανέστιος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανέστιος -α -ο [anéstios] Ε6 : (λόγ.) που δεν έχει πατρίδα, σπίτι ή μόνιμη διαμονή. (έκφρ.) ~ και πένης, πάρα πολύ φτωχός, δυστυχής.

[λόγ. < αρχ. ἀνέστιος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανέστιος1 [anéstios] ο,
  • homeless person:
    • δεν ήταν μονάχα οι ανέστιοι οι απόκληροι της μοίρας μα κι άλλοι (Mitropoulou) |
    • ανέξοδες ενέργειες ενός ανέστιου, πες καλύτερα ενός ασύδοτου (Prevelakis)

[substantiv. m of ανέστιος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανέστιος2, -α, -ο [anéstios] (L)
  • without hearth, i.e. home, homeless, vagrant (syn άστεγος, άσπιτος, ξεσπίτωτος, ερημοσπίτης, ant σπιτωμένος):
    • ανέστια εφηβεία |
    • είναι ~ has neither house nor home (syn phr δεν έχω πού την κεφαλήν κλίναι) |
    • ανέστιοι και γυμνητεύοντες πρόσφυγες |
    • μεροκαματιάρηδες και ανέστιοι αποτελούν το θαμπό προλεταριάτο της προεπαναστατικής εποχής (Terzakis) |
    • πάμφτωχοι κι ανέστιοι τριγύριζαν στους δρόμους (Roussos) |
    • εκεί συσπειρώθηκε πάλι γυμνό και ανέστιο το ποίμνιό του (Vacalop) |
    • poem κατήντησα σχεδόν ~ και πένης (Kavafis)

[fr AG ἀνέστιος; cpd of pref ἀν- & ἐστία; cf AG ἐνέστιος, συνέστιος, ἐφέστιος etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες