Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανέσπλαχνα [anésplaxna] adv (L)
- without compassion, pitilessly, mercilessly, cruelly (syn άσπλαχνα, αλύπητα, σκληρά, ant ευσπλαχνικά):
- ο άνεμος φυσάει ~ και συρομαδάει τις ψυχές (Kazantz) |
- ποιος του δίνει τόση γοητεία και ομορφιά και ~ μονομιάς το σβήνει; (id.) |
- poem δεν παλεύουν τώρα ~ πια μόνο Tρώες κι Aργίτες (Homer Il 5.379 Kaz-Kakr) |
- ~ ο καθένας τη χρεή που του 'λαχε ξετρέχει (Kazantz Od 13.379) |
- μα ~, άγρυπνα φρουρούν τ' αστέρια | το άγιο Φουζί στα φρένα του σηκώθη (id.) |
- τα φύλλα του, που ~ τα ρίχνεις χάμου, | δες πως ο κρύος αέρας τα σκορπά (Malakasis)
[der of ανέσπλαχνος]
- without compassion, pitilessly, mercilessly, cruelly (syn άσπλαχνα, αλύπητα, σκληρά, ant ευσπλαχνικά):



