Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανέσπερα [anéspera] adv (L)
- without setting, eternally, everlastingly, (syn αιώνια, L διαρκώς):
- ~ λάμπουν τ' άστρα τ' ουρανού |
- ~ λάμπει το φως του ήθους μέσα στην έβδομη επιστολή του Πλάτωνα (Theodorakop)
[der of MG ανέσπερος]
- without setting, eternally, everlastingly, (syn αιώνια, L διαρκώς):



