Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανέξοδος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ανέξοδος, επίθ.
  • Απαλλαγμένος από έξοδα, δαπάνες:
    • Ποιώ … τον γαμπρόν μου ανέξοδον από την έξοδον του αλόγου του (Σπανός A 461).

[<στερ. αν‑ + ουσ. έξοδος (= δαπάνη)· πβ. μτγν. επίθ. ανέξοδος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανέξοδος -η -ο [anéksoδos] Ε5 : α.που γίνεται χωρίς πολλά έξοδα, χωρίς πολλές δαπάνες: Οι διακοπές στα μικρά νησιά είναι σχεδόν ανέξοδες. || που η απόκτησή του ή η χρήση του είναι ανέξοδη: Aνέξοδο αυτοκίνητο. β. (για πρόσ.) που δεν κάνει πολλά έξοδα: Aνέξοδη γυναίκα. ανέξοδα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αν- (δες α- 1) έξοδ(ον) -ος (διαφ. το ελνστ. ἀνέξοδος `χωρίς διέξοδο΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανέξοδος, -η, -ο [anéksο∂οs]
  • ① costing nothing, free, gratuitous (syn αδάπανος, ant L δαπανηρός):
    • ο ~ ξεφαντωτής (Vlachogiannis) |
    • ανέξοδη διασκέδαση, εκδρομή, περιήγηση, χαρά, ψυχαγωγία |
    • ανέξοδο πράμα, γλέντι, ταξίδι, φαΐ |
    • τα λόμπυ (lobby) των ξενοδοχείων είναι κέντρο ανέξοδο (Palaiologos) |
    • ανέξοδες ενέργειες |
    • η εκδούλευση που του ζητάνε είναι ανέξοδη (Terzakis) |
    • μια τόσο ανέξοδη ευκολία σε τίποτε δεν εμπόδιζε την ευχαρίστησή του (Tsirkas) |
    • φοιτητικά αναγνωστήρια για την ανέξοδη μελέτη (Papanoutsos) |
    • poem .. όλους μας έφθειρε η ανέξοδη αγάπη (Patrikios) |
    • χίλια βλέπαμε καλά | και γλυκά κι ανέξοδα (Stavrou Ar)
  • ⓐ economically-minded (syn φειδωλός, ant πολυέξοδος):
    • ανέξοδη γυναίκα
  • ② inexpensive, cheap (syn φτηνός):
    • ανέξοδο σπίτι house inexpensive to run |
    • οι αίθουσες αυτές είναι τέλεια ανέξοδες (PGlezos)

[fr MG ανέξοδος ← K, PatrG ἀνέξοδος, cpd of ἀν- & ἔξοδος 'expense']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες