Παράλληλη αναζήτηση
| 5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανέντιμο [anéndimo] το, (L)
- dishonesty (syn ανεντιμότητα, ant εντιμότητα, τιμιότητα):
- ο τάδε χαρακτηρίζεται απ' το ~ του χαρακτήρα του
[substantiv. n of ανέντιμος2]
- dishonesty (syn ανεντιμότητα, ant εντιμότητα, τιμιότητα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανέντιμος -η -ο [anéndimos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από έλλειψη εντιμότητας. ANT έντιμος: Aνέντιμη συμπεριφορά / μέθοδος. Aνέντιμα μέσα. Kαι οι πιο ανέντιμοι πολιτικοί θα καταδίκαζαν μια τέτοια προδοσία.
[λόγ. αν- (δες α- 1) έντιμος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανέντιμος1 [anéndimos] ο, (L)
- dishonest man (ant έντιμος, τίμιος):
- ο ~ υπονομεύει το σύνολο (Papanoutsos) |
- οι ανέντιμοι ασχημονούν ατιμωρητί, γιατί οι έντιμοι σ' αυτό τον τόπο δεν είναι γενναίοι (id.) |
- το πεδίο μένει συχνά ελεύθερο για τον ανέντιμο και τον αισχροκερδή (PSolomos)
[substantiv. m of ανέντιμος2]
- dishonest man (ant έντιμος, τίμιος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανέντιμος2, -η, -ο [anéndimos] (L)
- dishonest (ant έντιμος, τίμιος):
- ~ άνθρωπος, καθηγητής, πολίτης |
- ~ βιοπορισμός, θρίαμβος |
- ανέντιμη εργασία, κατηγορία, μέθοδος, πράξη, στάση |
- ανέντιμο επάγγελμα, κράτος, μέσο, μέτρο, χτύπημα |
- υπάρχει κάτι το ανέντιμο |
- αυτό που γίνεται είναι ανέντιμο |
- είναι απάνθρωπο και ανέντιμο να προσβλέπονται τα πάντα από την πολιτική και μόνο σκοπιά (Panagiotop) |
- θα θεωρούσα τον εαυτό μου ανέντιμο εργάτη του θεατρικού λόγου, αν δεν πίστευα πέρα για πέρα στη δουλειά μου (Katrakis) |
- τέτοια σχόλια είναι ανώφελα, περιττά και μάλιστα ανέντιμα (Dizikirikis) |
- poem ανέντιμες υποσχέσεις και προδοσίες | μας κάναν να | πιστέψουμε πως κάτι έκλεινε μέσα το | κουτί | που είχε η Πανδώρα! (Engonop)
[fr kath ανέντιμος, cpd of pref αν- & MG έντιμος]
- dishonest (ant έντιμος, τίμιος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεντιμότητα [anendimótita] η, (L)
- dishonesty (syn in το ανέντιμο):
- η ~ είναι απαράδεκτη |
- είμαστε όλοι ανεκτικοί .. απέναντι στην ~ (Papanoutsos) |
- ποιον να πιστέψουμε, όταν αλήθεια και αναλήθεια, εντιμότητα και ~, ηθική και ανηθικότητα, κυλινδούνται μ' αυτό τον τρόπο; (Ploritis) |
- είναι αναμφισβήτητη η ~ των ενεργειών της ξένης χώρας κατά τον τελευταίο πόλεμο (Tsirpanlis)
[fr kath ανεντιμότης, der of ανέντιμος2]
- dishonesty (syn in το ανέντιμο):



