Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανένταχτος -η -ο [anéndaxtos] Ε5 : που δεν έχει ενταχθεί κάπου: Aριστερός ~. || (ως ουσ.) ο ανένταχτος.
[λόγ. αν- (δες α- 1) εντακ- (εντάσσω) -τος προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]



