Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανένδοτα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανένδοτα [anén∂ota] adv (L)
  • inflexibly, firmly (syn σταθερά):
    • τον κοίταξε ~, προκλητικά μες στα μάτια (Venezis) |
    • η πρωτεύουσα επέμενε ~ στη συνέχιση του πολέμου (Terzakis) |
    • η προσωπική αλήθεια είναι ~ συνυφασμένη με την αλήθεια του έργου (Chatzinis) |
    • ο K. θέλει να παραμείνει ~ ψυχικός και ατομικός (Spandonidis)

[der of ανένδοτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go