Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανέμυαλος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανέμυαλος -η -ο [anémnalos] Ε5 : (λαϊκότρ.) (για πρόσ. ή ενέργεια) που δείχνει έλλειψη σκέψης, σύνεσης· άμυαλος, ελαφρόμυαλος, επιπόλαιος: Aνέμυαλη γυναίκα. Aνέμυαλο παιδί. Aνέμυαλες κουβέντες.

[ανε- (δες α- 1) μυαλ(ό) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανέμυαλος1 [anémjalos] ο, (region. & Kazantz, Kakr)
  • scatterbrain, witless man, fool (syn in άμυαλος 1):
    • poem τέτοια μιλάει παρακαλώντας τον, ο ~ (Homer Il 16.46 Kaz-Kakr) |
    • τι κι ο ~ σαν πάθει βάζει γνώση (ib 20.198) |
    • οι ανέμυαλοι, που τ' ουρανόδρομου τα βόδια εφάγαν Ήλιου (Homer Od 1.8 Kaz-Kakr) |
    • μωρέ, θαμάζουμαί σε, ανέμυαλε, νεραϊδοκυνηγάρη (Kazantz Od 14.1258)

[substantiv. m of LMG ανέμυαλος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανέμυαλος2, -η, -ο [anémjalos] region. (IonIsl,
  • Cycl, Samos) witless, brainless, mindless, foolish (syn in άμυαλος2 1):
    • μ' έχεις για ανέμυαλη |
    • την έχω στο χέρι εκείνη την ανέμυαλη την ξανθιά |
    • περήφανοι σαν τ' ανέμυαλα κοκόρια σκαρφαλώνουν πάνω σε βράχο (Bastias) |
    • ποιος θα νοιαζόταν για δυο παιδιά, που στάθηκαν τόσο ανέμυαλα; (Zappas) |
    • οδηγούσανε μπροστά του το ανέμυαλο μπεόπουλο (Roussos) |
    • poem κ' οι ανέμυαλοι θαρρεύουνται θνητοί, στη ράχη του σκαλώνουν (Kazantz Od 16.346) |
    • .. κ' είμαι σαν πολλά μικρό, | πεινασμένο κι ανέμυαλο σπουργίτι (Diktaios) |
    • για ξεροκέφαλο κι ανέμυαλο τον έπαιρνες αλήθεια (Homer Il 3.220 Kaz-Kakr)

[fr LMG (Somavera, 1709), cpd of pref αν- & MG άμυαλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες