Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανέμισμα το [anémizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανεμίζω.
[ανεμισ- (ανεμίζω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανέμισμα [anémizma] το,
- waving, flapping, motion to and fro:
- το ~ του μαντηλιού, του ράσου, της σημαίας |
- το ~ των μαλλιών μού μίλησε αποφασιστικά για τη γνήσια αιγυπτιακή καταγωγή της (Chatzinis) |
- χαιρετούσε με φιλικά ανεμίσματα του χεριού (Papantoniou) |
- χαιρέτησε με το ~ της άκρης απ' την εσάρπα (Drosinis) |
- το ένδυμα με τα εντυπωσιακά ανεμίσματα χαρακτηρίζεται από διαφάνεια (Despinis) |
- το ανθέμιο τούτο κρύβει στο ανέμισμά του το συμβολισμό της ανάστασης από το θάνατο (Karouzou) |
- poem θα σκορπούν κάποιων μαλλιών | τ' ανεμίσματα (Palam) |
- σα δρυ | που σκάει σ' αιφνίδιο ~ την αυγινή δροσιά του (Sikel) |
- μεγάλο ~ της κόμης λυγαριάς (Elytis)
[neol, der of MG ανεμίζω w. suff -μα]
- waving, flapping, motion to and fro:



