Παράλληλη αναζήτηση
| 31 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανέμι το,
- βλ. ανέμιν.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανέμι [anémi] το, (D)
- wind:
- καλοκαίρι, ζέστη κι ~ δε φυσούσε (Psichari) |
- folks. ωσάν το φυλλοκάλαμο που το φυσάει τ' ~ (Passow) |
- poem αλλά το φως του φεγγαριού, σαν να φυσούσε ~, | στρογγυλό, μέγα, λαγαρό, κοντά στην κόμη τρέμει (Solom) |
- π' αργοσαλεύει ως θάλασσα τ' ~ (Stavropoulos)
[fr MG (Cypr) ανέμι(ν), der of AG ἄνεμος]
- wind:
[Λεξικό Κριαρά]
- ανεμιγίζω, βλ.
- αναμιγίζω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεμίδα η [anemíδa] Ο26 : το ανεμίδι της υφαντικής.
[ανεμίδ(ι) μεγεθ. -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεμίδι το [anemíδi] Ο44 : όργανο της υφαντικής με το οποίο τυλίγουμε σε μασούρια το νήμα που ξετυλίγεται από την ανέμη· ανεμίδα.
[ανέμ(η) -ίδι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμίδι [anemí∂i] το, (D) & region.
- spindle, reel (syn ανέμη, ροδάνι):
- folks. κόκκινη κλωνά δεμένη, | στ' ~ μπερδεμένη
[fr kath ανεμίδιον, der of MG ανέμη w. dimin suff -ίδιον]
- spindle, reel (syn ανέμη, ροδάνι):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεμίδια τα [anemíδja] Ο44 : τα μικρότερα και λεπτότερα από τα περιβλήματα των καρπών (σιτηρών και οσπρίων), αυτά που κατά το λίχνισμα παρασύρονται ευκολότερα από τον άνεμο: Tα ~ ως ζωοτροφή είναι θρεπτικότερη από το άχυρο.
[άνεμ(ος) -ίδι, πληθ. -ίδια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμιζόμενος, -η, -ο [anemizómenos] (L)
- waving, fluttering (in the wind):
- ανεμιζόμενη χλαμύδα |
- ανεμιζόμενες πουκαμίσες, πτυχές |
- ανεμιζόμενα μαλλιά, φύλλα |
- το μεγαλύτερο μέρος των χεριών, ανεμιζόμενο στην απόληξή του (Tsitouridou) |
- poem περνάνε πλάι στ' ανεμιζόμενα δέντρα (Papatsonis) |
- πλήθος ανεμιζόμενα μαντήλια, | πλήθος δακρύβρεκτα μάτια (Nintas)
[prpp of PatrG ἀνεμίζομαι (s. ἀνεμίζω)]
- waving, fluttering (in the wind):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεμίζω [anemízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.κουνώ κτ. στον αέρα: Mας χαιρετούσαν ανεμίζοντας τα μαντίλια τους. Φοβέριζαν ανεμίζοντας τα σπαθιά τους. ~ μια σημαία. β. κουνιέμαι στον αέρα από τον άνεμο: Tα μακριά μαλλιά της ανέμιζαν στο δροσερό αεράκι. H σημαία ανεμίζει ψηλά, κυματίζει. 2α. (λαϊκότρ., για χρήματα, περιουσία κτλ.) σπαταλιέμαι, ξοδεύομαι άσκοπα: Όλο του το βιος ανεμίστηκε, εξανεμίστηκε. β. (λογοτ.) προαισθάνομαι, ψυχανεμίζομαι.
[ελνστ. ἀνεμίζω `μεταφέρομαι από τον άνεμο΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανεμίζω· αόρ. ενέμισα.
-
- 1) Διώχνω, διασκορπίζω:
- ανέμισεν αυτά (ενν. τα όρνεα) (Πεντ. Γέν. XV 11).
- 2) Oσφραίνομαι, μυρίζω κάπ.:
- χοίροι να τους ανεμίσουν (ενν. τους μεθυσμένους) (Πωρικ. II 89).
- 3) (Προκ. για έντερα) έχω αέρια, γουργουρίζω:
- επόμεινε εύκαιρη η κοιλιά κι ενέμισε (Φορτουν. E´ 59).
- 4) Διαισθάνομαι, «μυρίζομαι»:
- (Στάθ. B´ 77).
[μτγν. ανεμίζομαι. H λ. στον Hσύχ. και σήμ.]
- 1) Διώχνω, διασκορπίζω:



