Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανάστροφος -η -ο
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανάστροφος -η -ο [anástrofos] Ε5 : (λόγ.) α. που έχει αντίστροφη κατεύθυνση ή διάταξη προς κτ. άλλο: Aνάστροφη κίνηση / πορεία. β. ανάποδος, αναποδογυρισμένος. γ. (ως ουσ.) η ανάστροφη: γ1. η ανάποδη του χεριού. γ2. χαστούκι με την ανάποδη του χεριού. ανάστροφα ΕΠIΡΡ.

[α: λόγ. < ελνστ. ἀνάστροφος `αντίστροφος΄· β, γ: ελνστ. ἀνάστροφος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάστροφος1 [anástrofos] ο, s. ανάστροφη η 1b
:
  • της τράβηξε και τον ανάστροφο, πριν να το καταλάβει αυτή, να φυλαχτεί (Petsalis)

[substantiv. m of ανάστροφος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάστροφος2, -η, -ο [anástrofos] (L)
  • ① reverse, inverted, inverse, opposite:
    • ~ κώνος, ανάστροφη γλάστρα |
    • σχήμα ανάστροφο, πάνω φαρδύτερο και κάτω στενό |
    • καθότανε με το κεφάλι ανάστροφο πάνω στη μαλακή πολυθρόνα |
    • (χτύπησε) με τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού ανάστροφα την ανοιχτή της αριστερή παλάμη (Terzakis) |
    • δυο τρεις όροφοι κάτω από το έδαφος, μεθαύριο θα γίνουν περισσότεροι, θ' αποτελέσουν ανάστροφες πολυκατοικίες (Panagiotop, adapted)
  • ⓐ fig reverse:
    • ~ σωβινισμός |
    • είπαν τον εξπρεσιονισμό ανάστροφο εμπρεσιονισμό (Papanoutsos)
  • ⓑ art:
    • phr ανάστροφη προοπτική reverse perspective |
    • η σύνθεση ισορροπεί με την ανάστροφη προοπτική· ο Άγιος Δημήτριος βρίσκεται πίσω από τους προστατευομένους του, είναι όμως υψηλότερος (Bakirtzis)
  • ⓒ aviat:
    • phr ανάστροφη πτήση (kath ~ πτήσις) flying upside down
  • ② backward (adj):
    • πορεία, κατεύθυνση ανάστροφη, ~ καταρράχτης |
    • ανάστροφη μέτρηση count down |
    • η τάση των δημιουργημάτων είναι ανάστροφη, ο σωματικός κόσμος κινείται προς την ψυχή (Theodorakop) |
    • θ' απαντήσω στις αντιρρήσεις με την ανάστροφη σειρά, αρχίζοντας από την τελευταία (Papanoutsos)

[fr kath ανάστροφος ← LK ἀνάστροφος, der of AG ἀναστρέφω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go