Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανάστροφα, επίρρ.
-
- Aνάποδα:
- ω καιροί και πράγματα, έτσι εγυρίσετε ανάστροφα; (Xίκα, Mονωδ. 161).
[<μτγν. επίθ. ανάστροφος. H λ. και σήμ.]
- Aνάποδα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάστροφα [anástrofa] adv (& Christomanos,
- Petsalis τανάστροφα)
- ① in reverse, invertedly, inversely, back, backwards (syn απ' την ανάστροφη, ανάποδα, αντίστροφα):
- πορεία ~ |
- θ' ανατρέξει ~ το ρεύμα |
- με το κεφάλι ~ κοίταζε τόν ουρανό |
- τα μάτια της ορθάνοιχτα εκαθρέφτιζαν ~ .. όλο τό μαγικό είδωλο που έστεκεν εμπρός της (Karkavitsas) |
- ξανάπιασε το ρόπαλο και το σβούριξε ~ πάνω στο στομάχι του P. (Tsirkas) |
- έβανε τον καπνό στο τσιγαρόχαρτο, έδινε μια ~, μια ίσια και ο καπνός φασκιωνότανε μέσα στο λεπτό χαρτί (Manglis) |
- βαδίζουνε ξανά τανάστροφα τώρα, στο δρόμο που είχαν πάρει για να 'ρθούνε (Petsalis) |
- ο χρόνος ~ δε ζει παρά μέσα μας |
- poem μα το αλαφρό κορμί, τη δύναμη του άγριου θεριού ακλουθώντας, | πετοζυγιάστη ~ με ορμή, τα πόδια στον αέρα (Kazantz Od 6.309) |
- .. σκέφτηκα όλα | τα δέντρα ρομφαίες, μπηγμένες ~ μέσα στη γη (Vrettakos)
- ② on one's back (syn ανάσκελα, ant μπρούμυτα):
- ήταν όλοι ξαπλωμένοι ~ |
- poem πεσμένος έτσι ~ στο χώμα, τ' άστρα να κοιτάς | και να πλαταίνει ο στοχασμός σου (Panagiotop)
[der of ανάστροφος]



