Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάρρους
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανάρρους [anárus] ο, (L) sci t.
  • countercurrent; backwater

[fr MG (Eustathius) ← AG ἀνάρρους (Hippocr.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναρρούσα s. αναρούσα.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες