Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάρρηση η [anárisi] Ο33 : (λόγ.) επίσημη ανακήρυξη κάποιου σε πολύ υψηλό αξίωμα: ~ στον αυτοκρατορικό / πατριαρχικό θρόνο.
[λόγ. < αρχ. ἀνάρρη(σις) `δημόσια προκήρυξη΄ -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάρρηση [anárisi] η, gen ανάρρησης & αναρρήσεως, pl αναρρήσεις (L)
- accession, elevation, ascension (syn αναγόρευση, ανακήρυξη):
- ~ του βασιλέως στο θρόνο |
- ~ στον αρχιεπισκοπικό, τον πατριαρχικό θρόνο |
- ~ σε φανταχτερά αξιώματα |
- το κλίμα δεν ευνοούσε την ~ στο υψηλότατο αξίωμα |
- η ~ του Aλεξάνδρου στο θρόνο της Mακεδονίας |
- τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας ευνοούν τις αναρρήσεις σε λαμπρούς θρόνους πλούτου και δόξας και τις απότομες καθαιρέσεις (Panagiotop)
[fr AG, K, PatrG ἀνάρρησις]
- accession, elevation, ascension (syn αναγόρευση, ανακήρυξη):



