Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάρμοστα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανάρμοστα [anármosta] adv (L)
  • unfitly, incongruously or unbecomingly:
    • αυτοί που ~ ονομάζουμε κακά αναθρεμμένους είναι όντα που αντίθετα έχουν πάρει μια εκπαίδευση παραπάνω από αρκετή, μα που έμειναν κατά βάθος αμετάβλητοι (Vrettakos) |
    • η λύση αυτή βαραίνει ~ στο πεζογράφημα (Sachinis) |
    • δεν θα τολμούσε ~και άπρεπα να τα δημοσιεύσει (Theodorakop) |
    • η σαρκοφάγος δε φαινόταν περισσότερο από 'να μικρό .. σχήμα που κείτονταν ~μέσα στη μεγάλη κιονοστοιχία (Papanoutsos)

[der of MG ανάρμοστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες