Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάρμοστα [anármosta] adv (L)
- unfitly, incongruously or unbecomingly:
- αυτοί που ~ ονομάζουμε κακά αναθρεμμένους είναι όντα που αντίθετα έχουν πάρει μια εκπαίδευση παραπάνω από αρκετή, μα που έμειναν κατά βάθος αμετάβλητοι (Vrettakos) |
- η λύση αυτή βαραίνει ~ στο πεζογράφημα (Sachinis) |
- δεν θα τολμούσε ~και άπρεπα να τα δημοσιεύσει (Theodorakop) |
- η σαρκοφάγος δε φαινόταν περισσότερο από 'να μικρό .. σχήμα που κείτονταν ~μέσα στη μεγάλη κιονοστοιχία (Papanoutsos)
[der of MG ανάρμοστος]
- unfitly, incongruously or unbecomingly:



