Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανάπαψη
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανάπαψη η [anápapsi] Ο32 : (λαϊκότρ.) η ανάπαυση.

[μσν. ανάπαψη < ανάπαυ(σις) -ση με ανομ. τρόπου άρθρ. [fs > ps] ]

[Λεξικό Κριαρά]
ανάπαψη η,
βλ. ανάπαυσις.
[Λεξικό Γεωργακά]
ανάπαψη [anápapsi] η, gen ανάπαψης
  • ① repose, rest (syn in ανάπαυση 1a):
    • έχεις καθισιό κι ~ |
    • έχω ανάγκη από λίγη ~ |
    • δεν έχουμε ~ από την πολλή δουλειά |
    • ο στοχασμός του κ' η ευαισθησία του δεν ξέρουν τι θα πει ~ (Melas) |
    • poem τάφοι χωρίς ~, μνημεία | που υψώνεστε αψηφώντας και τη φύση (Palam)
  • ② quiet, peace leisure (syn ηρεμία, ησυχία):
    • δουλεύω, τρώω με την ανάπαψή μου |
    • βρήκε την ανάπαψή του |
    • η έννοια αυτή της έκοβε τον ύπνο και την ~ (Nirvanas) |
    • εύρισκε κάποιαν ~ κοντά του (Karagatsis)

[fr MG ανάπαψη (w. acc ανάπαψιν) ← MG ανάπαυση, -σις (w. acc -σιν) ← K (also pap), PatrG ← AG ἀνάπαυσις]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go