Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανάπαυση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανάπαυση η [anápafsi] Ο33 : 1.απαλλαγή από την κούραση· ξεκούραση: Δουλεύει συνεχώς χωρίς ύπνο και ~. Kυριακή, ημέρα αναπαύσεως. α. διακοπή της εργασίας ή άλλης δραστηριότητας με σκοπό την ανάπαυση: Mεσημεριανή ~. Ο γιατρός συνέστησε απόλυτη ~. Kαλύτερη ~ είναι ο ύπνος. β. (μτφ., στα πλαίσια της χριστιανικής αντίληψης για το θάνατο): H αιώνια ~, ο θάνατος. Tόπος αναπαύσεως, το νεκροταφείο ή ο παράδεισος. Οδός αναπαύσεως. 2. (γυμν.) στάση της γυμναστικής και το αντίστοιχο παράγγελμα, κατά την οποία το σώμα, αφήνοντας τη στάση της προσοχής, χαλαρώνει, ενώ το αριστερό πόδι μετακινείται λίγο μπροστά και αριστερά· (πρβ. ημιανάπαυση).

[λόγ.: 1α: αρχ. ἀνάπαυ(σις) -ση· 1β: ελνστ. σημ.· 2: σημδ. γαλλ. repos]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάπαυση [anápafsi] η, gen αναπαύσεως (L) & ανάπαυσης, rare pl αναπαύσεις (L)
  • ① repose, rest, break (syn ανάπαυλα, ξεκούραση, ξεκούρασμα):
    • ημέρα αναπαύσεως day of rest, day off (syn μια μέρα ρεπό) |
    • εργάζεται μέρα και νύχτα χωρίς ~ |
    • έχω ανάγκη από ~ |
    • αιωνία ~ death |
    • τόπος αναπαύσεως (α) resting (or holiday) ground (β) cemetery |
    • gnom η εργατικότητα της νεότητας είναι ~ των γηρατειών |
    • η φύση μας είναι στην κίνηση· η τέλεια ~ είναι ο θάνατος (Papantoniou) |
    • ~ θα πει θάνατος κάθε σκέψης, κάθε κίνησης, κάθε ενέργειας (Evelpidis) |
    • αντίθετα στοιχεία αγωνίζονται να ενωθούν και πραγματικά βρίσκουν την ένωση την ανάπαυσή τους μέσα στην ωραιότητα (Tsatsos)
  • ⓐ gym, milit (usu in the kath form ανάπαυσις) standing easy:
    • ανάπαυσις at ease!
  • ② pl αναπαύσεις, conveniences, comforts (syn ανέσεις):
    • έχει τις αναπαύσεις του |
    • θα μείνεις εδώ που είσαι συνηθισμένη, που έχεις όλες σου τις αναπαύσεις (Xenop) |
    • τα σύγχρονα υποβρύχια είναι σκάφη μεγάλα, με πολλές αναπαύσεις (Karagatsis)

[fr MG ανάπαυση bes ανάπαυσις ← K, PatrG ἀνάπαυσις ← AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go