Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανάμικτος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανάμικτος, -η, -ο [anámiktos] (sp. also ανάμεικτος & ανάμιχτος) (L)
  • ① mixed, mingled, commingled (of dissimilar objects, people, ideas etc) (syn in ανακατεμένος 2):
    • ένα πιάτο ανάμικτα κρύα κρέατα assorted cold meats |
    • οσμή αρμύρας ανάμιχτης με τη μούχλα των παλιών σπιτιών |
    • ανάμικτοι χοροί, ανάμικτες μορφές τέχνης |
    • χώρα με ανάμικτο πληθυσμό |
    • ανάμικτη γλώσσα, τεχνική, ομοιοκαταληξία |
    • ανάμιχτα ποιήματα |
    • ~ λαός |
    • ιστορική σύνθεση ανάμικτη με προσωπικές αναμνήσεις |
    • γέλιο, ανάμιχτο από θρίαμβο και σαρκασμό |
    • στάση ανάμιχτη θυμό και απορία |
    • ανάμικτα αισθήματα ικανοποιήσεως και απογοητεύσεως |
    • ανάμικτες πληροφορίες ιστορικές, χρονολογικές κλ |
    • φράσεις ανάμικτες από αρχαϊσμούς και δημοτικά .. γλωσσικά στοιχεία (Louros) |
    • είχε, σαν τη μέλισσα, ανάμικτο το καλό με το κακό, κεντρί και μέλι (ChZalokostas)

[fr MG ανάμικτος ← PatrG ἀνάμικτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go