Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάμικτα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανάμικτα1 [anámikta] τα, only pl
  • miscellaneous writings, miscellanies, analects (syn ανάλεκτα, σύμμικτα)

[substantiv. n of ανάμικτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάμικτα2 [anámikta] adv (sp. also ανάμεικτα)
  • mixedly, miscellaneously, pell-mell (syn ανακατωτά, ανάκατα):
    • το ~ παραδοσιακό μέρος της νεώτερης αστικής λαογραφίας

[der of ανάμικτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες