Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάμεικτος -η -ο [anámiktos] Ε5 : που προέρχεται από την ανάμειξη δύο ή περισσότερων πραγμάτων (ουσιών, στοιχείων κτλ.) ή ποιοτήτων και ποικιλιών του ίδιου πράγματος: Ψωμί ανάμεικτο από σιτάρι και καλαμπόκι. Έβαλε στα λουλούδια ανάμεικτο φυτόχωμα και καστανόχωμα. Παγωτό ανάμεικτο με βανίλια και σοκολάτα. Ο πληθυσμός του χωριού είναι ~ από ντόπιους και πρόσφυγες. || Tα συναισθήματά μου ήταν ανάμεικτα, χαρά και λύπη, αισιοδοξία και επιφυλακτικότητα κτλ.
ανάμεικτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀνάμικτος (ορθογρ. κατά το μεικτός)]



