Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάλυμα [análima] το, region.
- ① melting, solution, liquefaction, dissolving (syn λιώσιμο):
- το βούτυρο θέλει ~
- ② unwinding (of a clew) (syn ξετύλιγμα)
[der of αναλύω, cf region. ανέλυμα LMG (Somavera)]
- ① melting, solution, liquefaction, dissolving (syn λιώσιμο):



