Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανάλγητα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανάλγητα [anályita] adv
  • unfeelingly, insensitively, cruelly:
    • τους επόντισαν ~ στη Mαύρη Θάλασσα |
    • αδιαφορούσαν και παρακολουθούσαν ~ την τραγικότητα της καταστάσεως (Angelop)

[der of ανάλγητος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go