Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάκρουσμα το [anákruzma] Ο49 : (λόγ.) εκτέλεση μουσικού έργου από ορχήστρα· ανάκρουση: ~ ουράνιας μελωδίας.
[λόγ. ανακρουσ- (ανακρούω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάκρουσμα [anákruzma] το, mus
- ① ανάκρουση 2b:
- λαμπρό ~ ορχήστρας (Papantoniou) |
- το έργο, μια ζωγραφική, άρχισε και τελείωσε με το σκοπό να μας δώσει το ~ ουρανίας αρμονίας (id.) |
- poem ω! μα τι ευτυχία! να σας βλέπω κατάματα | και ν' ακούω τα λογάκια σας σαν ~ οργάνου
- ② musical piece performed by an instrumental group:
- ας γίνει τώρα ο θρήνος μου περίχαρο ~. O παλιωμένος κολοσσός, ο Tούρκος, πάει, ξαναστριμώνεται στην Aνατολή, η Eλλάδα είν' ελεύθερη (Palam)
- ③ forerunner, beginning:
- ~ της επιστροφής |
- ~ οργής |
- αυτή η άποψη .. είναι το βασικό ~ των σύγχρονων ενοραματικών (Dizikirikis) |
- poem η θρηνωδία της νιότης σου ξεσπά με το άγριο κύμα, | το εαρινό σου ~ χαϊδεύει γαληνά | τα χορταράκια του βουνού .. (Malakasis)
[neol, der of ανακρούω]
- ① ανάκρουση 2b:



