Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανάκατα
22 items total [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
ανάκατα, επίρρ.
  • 1) Xωρίς διάκριση, φύρδην μίγδην:
    • Πλούσιες, πτωχές ανάκατα με το σχοινί δεμένες (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 210).
  • 2) (Προκ. για φωνή) συγκεχυμένα:
    • (Σαχλ., Aφήγ. 208).

[<επίθ. ανάκατος. H λ. στο Du Cange και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάκατα [anákata] adv
  • upside-down, topsy-turvy, mixed-up, in disorder (syn ανακατωτά, L φύρδην-μίγδην):
    • ντόπιοι και ξένοι ~ |
    • τρώγαμε ~ απ' όλα |
    • μιλάνε όλοι μαζί ~ |
    • έρριχνε ~ στο άρθρο του τα εγκώμια και τα χτυπήματά του (Palam) |
    • η ζωή μάς προσφέρει ~ το καλό και το κακό (Chatzinis) |
    • ομάδες, ομάδες πορεύονταν, ~ βαθμοφόροι κι άντρες (LAkritas) |
    • poem .. (τ' άτια) σκουτάρια και νεκρούς ανάκατα πατούσαν (Homer Il 20.499 Kaz-Kakr)

[fr MG ανάκατα ← K *ἀνάκατα ← cpd of AG phr ἀνά κατά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακατάκτηση η [anakatáktisi] Ο33 : η ενέργεια του ανακατακτώ: H ~ των γειτονικών κρατών / των χαμένων αποικιών.

[λόγ. ανα- κατάκτη(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. recon quête]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανακατάκτηση [anakatáktisi] η, gen ανακατακτήσεως (L)
  • ① reconquest, retaking (syn ανακατάληψη):
    • η ~ της Iβηρικής χερσονήσου |
    • εξορμούσαν για την ~ της Πελοποννήσου από τους Φράγκους (Ouranis)
  • ⓐ fig reconquest, retaking:
    • η ~ του κόσμου από το ουμανιστικό πνεύμα (Tsatsos)
  • ② regaining:
    • η ~ της παλιάς δόξας, η ~ της εξωτερικής ελευθερίας

[neol (Koumanoudis), der of ανακατακτώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακατακτώ [anakataktó] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 : κατακτώ ξανά κτ. που είχα χάσει: Προσπάθησαν να ανακατακτήσουν τις χαμένες αποικίες.

[λόγ. ανα- κατακτώ μτφρδ. γαλλ. reconquérir]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακαταλαμβάνω [anakatalamváno] -ομαι Ρ (βλ. καταλαμβάνω) : καταλαμβάνω ξανά κτ. που στο μεταξύ είχα χάσει ή είχα εγκαταλείψει: Mονάδες του στρατού προσπαθούσαν μάταια να ανακαταλάβουν το οχυρό.

[λόγ. ανα- καταλαμβάνω μτφρδ. αγγλ. recapture]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανακαταλαμβάνω [anakatalamváno] aor ανακατέλαβα, subj ανακαταλάβω, pass ανακαταλαμβάνομαι, aor ανακαταλήφθηκα, (L)
  • reoccupy, retake (near-syn ανακτώ):
    • ~ το χαράκωμα, την πόλη |
    • ~ εχθρικό έδαφος |
    • αποπειράθηκαν να ανακαταλάβουν το ύψωμα αλλά αποδεκατίστηκαν (Varelas)
  • ⓐ reoccupy (seat, position, throne):
    • στο τρίτο κουδούνι οι θεατές βιάστηκαν να ανακαταλάβουν τις θέσεις τους |
    • οι συντάκτες της εφημερίδας ανακατάλαβαν τις προηγούμενες θέσεις τους (Athanasiadis-N) |
    • απέρριψε και νέα πρόσκληση ν' ανακαταλάβει το θρόνο του (Kanellop)

[cpd of ανα- & kath καταλαμβάνω ← K, PatrG καταλαμβάνω ← AG]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακατάληψη η [anakatálipsi] Ο33 : η ενέργεια του ανακαταλαμβάνω: Ο στρατός θα επιχειρήσει την ~ των θέσεων που έπεσαν στα χέρια του εχθρού.

[λόγ. ανα- κατάληψις (-σις > -ση) μτφρδ. αγγλ. recapture]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανακατάληψη [anakatálipsi] η, gen ανακαταλήψεως/ανακατάληψης, pl ανακαταλήψεις (L)
  • reoccupation, retaking (near-syn ανάκτηση):
    • η ~ της πόλης, της χώρας |
    • η ~ και ο εξελληνισμός της Πελοποννήσου |
    • γιόρταζαν την ~ της Σμύρνης (Athanasiadis-N) |
    • (η Σπάρτη) ύστερα από πολλές καταλήψεις και ανακαταλήψεις βρέθηκε οριστικά πια στα χέρια των εχθρών (Varelas)

[fr kath ανακατάληψις (Koumanoudis), cpd w. MG κατάληψις ← K, PatrG ← AG]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακαταμέτρηση η [anakatamétrisi] Ο33 : (επίσ.) η ενέργεια του ανακαταμετρώ: H ~ των ψήφων.

[λόγ. ανα- καταμέτρη(σις) -ση]

< Previous   [1] 2 3   Next >
Go to page:Go