Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανάκαρο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανάκαρο [anákaro] το, more usu pl ανάκαρα τα, less usu ανάκαρα η,
  • ① strength, vigor (syn σθένος, δύναμη, πνοή):
    • δεν έχω ανάκαρα να πράξω, να μετασαλέψω, ν' ανεβώ τον ανήφορο |
    • ο λαβωμένος δεν είχε ανάκαρα να μιλήσει (Myriv) |
    • poem .. κανείς δε θά χε ανάκαρα να χτυπηθεί μαζί τους (Homer Il 1.272 Kaz-Kakr) |
    • κόπηκαν τ' ανάκαρά μου I lost my bodily strength, stamina (syn μου κόπηκαν τα ήπατα)
  • ② mus drum (syn τύμπανο):
    • ζουρνάδες κι ανάκαρα και τραγούδια (Petsalis-D)

[fr MG *ανάκαρα, whence νάκαρα (Θυσ. Aβρ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go