Παράλληλη αναζήτηση
| 5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάκαρα η [anákara] Ο27 : (λαϊκότρ.) δύναμη, κουράγιο, συνήθ. στην έκφραση δεν έχω ~ να (σηκωθώ / δουλέψω / μιλήσω κτλ.).
[ανακαρ(ώνω) `δυναμώνω΄ -α (αναδρ. σχημ.) < ανα- καρώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανάκαρα τα· ’νάκαρα.
-
- Σωματική δύναμη, αντοχή:
- Δεν έχω πλιο μου ’νάκαρα, η δύναμή μου εχάθη (Θυσ. 325).
[πιθ. <ουσ. ανάκαρα η <ανακαρώνω (IΛ, στη λ. I). H λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Σωματική δύναμη, αντοχή:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάκαρα s. ανάκαρο.
[Λεξικό Κριαρά]
- ανακαράς ο· νακαράς.
-
- (Συν. στον πληθ.) είδος τυμπάνου που παιζόταν από στρατιωτικούς μουσικούς, συν. έφιππους (σε στρατιωτικές επιχειρήσεις):
- όργανα του πολέμου, τρουμπέτες …, τύμπαν’, ανακαράδες (Διήγ. Bελ. χ 272)·
- Ολονυκτίς ακούγανε πίφερες, νακαράδες (Τζάνε, Κρ. πόλ. 15617).
[<αραβ. nakkāra ή <μεσν. λατ. nacara - παλαιότ. ιταλ. naccara. Πβ. λ. ανάκαρον το 14. αι. (LBG) και ανάκαρα τα στο Meursius· βλ. και νάκαρο. H λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- (Συν. στον πληθ.) είδος τυμπάνου που παιζόταν από στρατιωτικούς μουσικούς, συν. έφιππους (σε στρατιωτικές επιχειρήσεις):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακαράς [anakarás] ο, pl ανακαράδες, mus
- a kind of drum (syn τύμπανο) or wind-instrument:
- λαλούσαν βούκινα κι ανακαράδες (Petsalis-D) |
- folks. εκίνησε και πάαινε με τους ανακαράδες, | μ' εννιά ζυγές λαλούμενα με δεκαοχτώ φλογέρες (SKarakasis)
[fr MG ανακαράς ← ML nacara ← Arab naqq`ara]
- a kind of drum (syn τύμπανο) or wind-instrument:



