Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάκαμψη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανάκαμψη η [anákampsi] Ο33 : 1.(για διαδικασία, εξέλιξη) ανοδική πορεία που ακολουθεί μια περίοδο κάμψης, ύφεσης: Aναμένεται ότι από το προσεχές έτος θα αρχίσει η ~ της οικονομίας. Οι δείκτες βιομηχανικής παραγωγής παρουσιάζουν σημεία ανάκαμψης. 2. (γυμν.) άσκηση κατά την οποία λυγίζουμε τους βραχίονες και ακουμπούμε τις παλάμες στον αυχένα, με πλεγμένα τα δάχτυλα των δύο χεριών.

[λόγ. < αρχ. ἀνάκαμψις `σκύψιμο προς τα πίσω, επιστροφή΄ (-σις > -ση)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάκαμψη [anákampsi] η, gen ανακάμψεως, pl ανακάμψεις (L)
  • ① gym stance w. arms raised and fingers interlaced behind the head
  • ② math σημείο ανακάμψεως:
    • cusp
  • ⓐ fig recovery, improvement (syn βελτίωση):
    • η ~ της οικονομίας, του δολλαρίου |
    • η οικονομία βρίσκεται σε ~ και δικαιολογείται αισιοδοξία |
    • οι πληθωριστικές πιέσεις μπήκαν στο στάδιο της ανακάμψεως

[fr MG ανάκαμψις ← AG ἀνάκαμψις (5th/4th c. B.C.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες