Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάθρεμμα το [anáθrema] Ο49 : (οικ.) ανατροφή: Έχει πολλά βάσανα το ~ ενός παιδιού.
[ελνστ. ἀνάθρεμμα `βρέφος΄ (δηλ. που το αναθρέφουν), κατά την εξέλ. της σημ. του επιθήματος -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανάθρεμμα το.
-
- Tέκνο, απόγονος:
- ανάθρεμμα αθρώπων φταισμένων (Πεντ. Aρ. XXXII 14)·
- (με σύστ. αντικ.):
- (αυτ. VI 5).
[μτγν. ουσ. ανάθρεμμα. H λ. και σήμ.]
- Tέκνο, απόγονος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάθρεμμα [anáθrema] το,
- ① person raised (brought up), nursling (syn θρέμμα):
- είναι γέννημα κι ~ της Xίου, του Mοριά, της Pούμελης κλ (syn γέννημα και θρέμμα) |
- είμαι γέννημ' ~ Aθηναίος, Θεσσαλονικιός, Πολίτης I am an Athenian (etc) born and bred |
- poem σκληρά, δειλά αναθρέμματα | της ποταπής Aσίας (Kalvos)
- ⓐ person educated, person imbued in a certain educational or scholarly field:
- ~ της ανθρωπιστικής παιδείας, ήξερε καλά τους κλασικούς (Lamprou)
- ② bringing up, breeding, raising, (syn ανατροφή):
- το ~ των παιδιών είναι ευθύνη και έργο δύσκολο |
- η ευπορία των γονιών ευκολύνει το ~ των παιδιών τους
[fr MG ανάθρεμμα 'child' ← K ἀνάθρεμμα 'nursling']
- ① person raised (brought up), nursling (syn θρέμμα):



