Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανάθεσις
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ανάθεσις η.
  • Eντολή, παραγγελία:
    • να δώσω οικειόχειρόν μου ανάθεσιν (Σφρ., Xρον. 1227‑8).

[αρχ. ουσ. ανάθεσις. H λ. και σήμ. (η)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go