Combined Search
| 7 items total [1 - 7] | << First < Previous Next > Last >> |
- ανάερο [[anáero]] το,,
- ① the airy height:
- poem στου μπαλκονιού τ' ~ και το δροσό της ρούγας (TKatsimbas)
- ② aloofness:
- η ιδιοσυγκρασία του πεζογράφου και ο τρόπος που διάλεξε για να γράψει το μυθιστόρημά του έχουν συμβάλει στην απομάκρυνσή του από το ποιητικό, το φανταστικό και το ~ (Sachinis)
[substantiv. n of ανάερος]
- ① the airy height:
- αναερόβιος -α -ο [anaeróvios] Ε6 : (βιολ.) για μικροοργανισμό που μπορεί να ζήσει χωρίς οξυγόνο: Aναερόβια μικρόβια. || (ιατρ.): Aναερόβιες λοιμώξεις, που οφείλονται σε αναερόβια μικρόβια.
[λόγ. < γαλλ. anaéro bie < an- = αν- (δες α- 1) + αρχ. ἀερ- (δες αέρας) -ο- + αρχ. βί(ος) -ος]
- αναερόβιος, -α (& L -ος), -ο [anaeróvios] (L)
- ① biol anaerobic:
- η ~ ζύμωση του κιτρικού οξέος από τα βακτήρια
- ② το αναερόβιο anaerobe
[neol, cpd w. αερόβιος]
- ① biol anaerobic:
- αναεροβίωση η [anaerovíosi] Ο33 : (βιολ.) τρόπος αναπνοής ορισμένων μικροοργανισμών και κυττάρων χωρίς οξυγόνο.
[λόγ. < γαλλ. anaérobiose < anaérobi(e) = αναερόβι(ος) -ose = -ωσις > -ωση]
- ανάερος 1 -η -ο [anáeros] Ε5 : για κτ. που είναι τόσο ελαφρό και λεπτό που μοιάζει να αιωρείται ή να μην αποτελείται από ύλη: Tο κορμί της / το βάδισμά της είναι ανάερο. Ήταν ντυμένη με ανάερα τούλια. Mια ανάερη ύπαρξη, για πολύ λεπτοκαμωμένη και κομψή γυναίκα.
ανάερα ΕΠIΡΡ πολύ ελαφρά: Περπατάει ~. [αν(α)- αέρ(ας) -ος]
- ανάερος 2 -η -ο : που δεν αερίζεται καλά. ANT ευάερος.
[αν- (δες α- 1) αέρ(ας) -ος]
- ανάερος, -η, -ο [anáeros]
- ① being in the air, hanging high, high built (syn αεροκρέμαστος, χτισμένος κρεμαστά, μετέωρος, ψηλός):
- ανάερα καμπαναριά, ανάερο ψήλωμα |
- παλάτι ανάερο, ~ πύργος, ανάερα οικοδομήματα, ανάερη πολιτεία, χωριό ανάερο |
- οι βράχοι πυργώνονται ανάεροι |
- κορυφές βουνών ανάερες |
- ανάερα δέντρα |
- poem κ' ήταν ο γύρω μου κόσμος σαν κόσμος ~ ψηλάθε (Palam)
- ② consisting of air, light, immaterial, ethereal (syn άυλος, αεροΰφαντος, λεπτός, ελαφρός, ανάλαφρος, αιθέριος):
- ανάερη νύμφη ethereal nymph |
- ανάερη σα νεράιδα |
- ανάερο περίγραμμα |
- ύλη ανάερη |
- ~ ήσκιος, σκιές ανάερες, ανάερο φάντασμα |
- οπτασία ανάερη |
- ο τρούλος είναι ~ (appears to be hanging) |
- κρίνο ανάερο |
- ανάερη καταχνιά, ανάερες άχνες |
- ανάερη ψιχάλα, ψιλή κι ανάερη βροχή |
- φως πολύ ανάερο |
- ανάερο παράστημα (κορμί, σώμα), ανάερη σάρκα |
- ανάερη μορφή |
- ανάερη ψυχή |
- η ανάερη σιλουέτα του Iησού |
- ανάερη κίνηση |
- ανάεροι ήχοι, φωνή ανάερη, ανάερο τραγούδι |
- ανάερη διακόσμηση |
- μια γυναίκα με ανάερο ρούχο (Prevelakis) |
- ντυμένη μ' ανάερες εσθήτες (Ouranis) |
- περπατεί με περπατησιά ανάερη (Karagatsis) |
- η ανάερη μελαγχολία (or θλίψη) |
- οι ξωτικές οι ανάερες
[fr archaic ενάερος attested in Cycl. (Thera etc) ← K, PatrG ἐνάερος, cpd of ἐν- & ἀήρ (phr ἐν ἀέρι, whence also K and learned ModG εναέριος)]
- ① being in the air, hanging high, high built (syn αεροκρέμαστος, χτισμένος κρεμαστά, μετέωρος, ψηλός):



