Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάερα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανάερα [anáera] adv
  • ① in the air, high (syn ψηλά):
    • πάει, πετάει, κουνιέται, χορεύουν ~ |
    • παίζει ~ το μαντήλι |
    • οι χορευτές απόμειναν με το πόδι ~ |
    • εκοίταξα ~ για να ξανοίξω πούθεν εβγαίνανε αυτές οι φωνές (Solom 2.45) |
    • poem κυπαρισσένιο ~ τ' ανάστημα σηκώνει (Solom)
  • ② lightly (syn ελαφρά, απαλά):
    • το ιμάτιο πέφτει ~ από τον αριστερόν ώμο σε κυματισμούς (Brouskari) |
    • poem ενώ βοούσε ~ τ' αθώο της Kρήτης αίμα (Markoras)

[der of ανάερος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες