Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάδυση η [anáδisi] Ο33 : 1.άνοδος από το βυθό στην επιφάνεια. ANT κατάδυση: H ~ του δύτη. Σύστημα ανάδυσης του υποβρυχίου. || (επέκτ.) για κτ. που γίνεται σιγά σιγά ορατό, σαν να αναδύεται: Παρακολουθούσαμε την ~ του ήλιου μέσα από τον ορίζοντα. 2. (μτφ.) προοδευτική εμφάνιση ή δημιουργία ενός φαινομένου ή μιας κατάστασης: Έζησε την ~ ενός καινούριου κόσμου μέσα από τα συντρίμμια του παλιού.
[λόγ. < αρχ. ἀνάδυ(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάδυση [aná∂isi] η, gen ανάδυσης & αναδύσεως (L)
- ① rising, emergence, surfacing (ant κατάδυση):
- ~ του δύτη |
- ~ του σταυρού την ημέρα των Θεοφανείων |
- geol ~ σεισμικού κύματος |
- αναδύσεις ή καταδύσεις βράχων |
- η ~ των νησιών της Σαντορίνης
- ② fig emergence, surfacing:
- ~ σχημάτων |
- ~ του πνεύματος και της ελευθερίας |
- προοδευτική ανάδυσή μας από το άμορφο σκοτάδι προς το φως (Chatzinis) |
- η ~ της πολιτειολογίας του Aριστοτέλους στην επιφάνεια της ιστορίας (Despotop)
[fr K, PatrG ἀνάδυσις ← AG]
- ① rising, emergence, surfacing (ant κατάδυση):



