Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάδιπλα
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανάδιπλα [aná∂ipla] adv
  • ① on the reverse side (syn αντίθετα, από την ανάποδη):
    • ξέστρωσε και βάλε το στρώμα ~ (Dimitrakos) |
    • poem όλα κυλούν ~ κ' η φύση πάντα φαίνει | την άνοιξη απ' το θάνατο κλ (φαίνει = υφαίνει Vlastos)
  • ② on one's back (syn ανάσκελα, ανάστροφα):
    • έπεσε ~

[fr ανάδιπλος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναδιπλασιάζω [anaδiplasiázo] -ομαι Ρ2.1 : (γραμμ.) κάνω αναδιπλασιασμό.

[λόγ. < ελνστ. ἀναδιπλασιάζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναδιπλασιάζω [ana∂iplasiázo] mi αναδιπλασιάζομαι
  • ① redouble, reduplicate
  • ② double, duplicate:
    • η θυσία των γυναικών αναδιπλασιάζεται (Michelis)

[ByzG, cpd of ανα- w. διπλασιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναδιπλασιασμός ο [anaδiplasiazmós] Ο17 : (γλωσσ.) στην αρχαία ελληνική γλώσσα, η επανάληψη στην αρχή μιας λέξης ενός ή περισσότερων φθόγγων ή και ολόκληρης συλλαβής, φαινόμενο που παρουσιάζεται κυρίως στο σχηματισμό του παρακειμένου και του υπερσυντελίκου, π.χ. τέμνω - τέτμηκα. || Ενεστωτικός ~, που παρατηρείται ορισμένες φορές στο ενεστωτικό θέμα, π.χ. δίδωμι.

[λόγ. < ελνστ. ἀναδιπλασιασμός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναδιπλασιασμός [ana∂iplasiazmós] ο,
  • ① redoubling, reduplication:
    • ο νοητικός οργασμός με την ιδεοπλασία του προκαλεί ... τους αναδιπλασιασμούς των συγκινήσεων (Papanoutsos)
  • ② gramm reduplication of an initial consonant + vowel in AG as in γι-γνώσκω, δι-δάσκω, δέ-δωκα, πέ-πομφα, τέ-τανος etc:
    • ενεστωτικός ~, ~ του παρακειμένου, παραγωγικός ~ |
    • η αρχαΐζουσα καθαρεύουσα (μ' ελάχιστες παραχωρήσεις στην ομιλουμένη) δεν υποχωρεί ούτε προ των αναδιπλασιασμών (Melas)

[fr ByzG (Etym.m.) αναδιπλασιασμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες