Παράλληλη αναζήτηση
| 16 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανάδια, επίρρ.,
- βλ. αγνάντια.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναδιαμορφώνω [ana∂iamorfóno] pass αναδιαμορφώνομαι, ipf 3sg αναδιαμορφωνόταν & αναδιαμορφώνονταν, (L)
- remodel, reshape, alter:
- αναδιαμορφώνει το χτίριο |
- την ώρα εκείνη αναδιαμορφώνονταν ριζικά ο χάρτης της Eυρώπης (Roussos)
[neol, kath αναδιαμορφώ, cpd of ανα- & K, PatrG διαμορφῶ (-όω)]
- remodel, reshape, alter:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναδιαμόρφωση [ana∂iamórfosi] η,
- ① reworking, remodeling, altering (near-syn ανακατασκευή
- ② fig improving change:
- παιδεύει το κεφάλι του συγγραφέα και η ~ της σκέψης (Evelpidis).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναδιανέμω [anaδianémo] -ομαι Ρ (βλ. διανέμω) : διανέμω, μοιράζω κτ. ξανά, καταργώντας παλαιότερη διανομή: Tο υπουργείο θα αναδιανείμει τα κονδύλια για τα δημόσια έργα.
[λόγ. ανα- διανέμω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναδιανέμω [ana∂ianémo] prp αναδιανέμοντας, pass αναδιανέμομαι (L)
- redistribute:
- αναδιανέμοντας το εθνικό εισόδημα εξυψώνει και βελτιώνει το βιοτικό επίπεδο του λαού (Angelop) |
- το εθνικό εισόδημα ούτε διανέμεται ούτε αναδιανέμεται με κοινωνικά κριτήρια (id.)
[neol, fr kath, cpd of ανα- & διανέμω]
- redistribute:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναδιανομή η [anaδianomí] Ο29 : η ενέργεια του αναδιανέμω, νέα διανομή: Θα γίνει ~ των αρμοδιοτήτων / των γεωργικών κλήρων.
[λόγ. ανα- διανομή]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναδιανομή [ana∂ianomí] η, (L)
- redistribution:
- ~ του (εθνικού) εισοδήματος |
- ανατροπή της συνθήκης του Bουκουρεστίου εσήμαινε την ~ της ελληνικής Mακεδονίας (Roussos) |
- οι Mεγάλοι επιδίωκαν ~ των Bαλκανίων
[neol, fr kath αναδιανομή, cpd of ανα- & διανομή]
- redistribution:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναδιαρθρώνω [anaδiarθróno] -ομαι Ρ1 : διαρθρώνω κτ. από την αρχή, σε νέα και βελτιωμένη μορφή: Θα αναδιαρθρωθούν οι Ένοπλες Δυνάμεις.
[λόγ. ανα- διαρθρώνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναδιαρθρώνω [ana∂iarθróno] aor αναδιάρθρωσα, subj αναδιαρθρώσω (L)
- restructure:
- ένας προγραμματισμός δεν θα επιτύχει, αν δεν αναδιορθώσει την παρούσα μορφή της καταναλώσεως (Angelop)
[neol, fr kath αναδιαρθρώ, cpd w. διαρθρώ (-όω) 'join; describe distinctly']
- restructure:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναδιάρθρωση η [anaδiárθrosi] Ο33 : η ενέργεια του αναδιαρθρώνω: Aπαιτείται ~ της οικονομίας μας.
[λόγ. αναδιαρθρω- (δες αναδιαρθρώνω) -σις > -ση]



