Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάγωγα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανάγωγα [anáγoγa] adv
  • unmannerly, impolitely, rudely (syn κακοαναθρεμμένα, κακομαθημένα, αγενώς, χωρίς ανατροφή, ant καλοαναθρεμμένα, καλομαθημένα, ευγενικά):
    • διακόπτουν ~ τη συζήτησή μας |
    • ~ ένας μουσαφίρης προσκαλεί κι άλλον (μουσαφίρη)στο ξένο σπίτι (Loukatos) |
    • ο υπασπιστής της υπηρεσίας φέρθηκε ~ προς τους δημοσιογράφους (Athanasiadis-N) |
    • βρήκε την ευκαιρία να ξεφύγη απότομα, σχεδόν ~ (Petsalis)

[der of ανάγωγος; cf K ἀναγώγως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες