Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάγνωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανάγνωση η [anáγnosi] Ο33 : 1α.αναγνώριση των γραπτών συμβόλων που συνθέτουν ένα γραπτό κείμενο, καθώς και η κατανόηση του περιεχομένου του: Γνωρίζετε γραφή και ~; Aπό μια πρώτη, γρήγορη ~… || μεγαλόφωνο διάβασμα, απόδοση σε προφορικό λόγο ενός γραπτού κειμένου, συνήθ. μπροστά σε κοινό: H ~ ενός θεατρικού έργου / ενός λογοτεχνικού κειμένου / ενός νομοσχεδίου. H ~ του Ευαγγελίου. β. η διδασκαλία, το μάθημα της ανάγνωσης στο δημοτικό σχολείο: Kάθε μέρα έχουμε ~ και αντιγραφή. 2. η κατανόηση της σημασίας συμβόλων ή σημείων: H ~ ενός μουσικού κομματιού. || αποκρυπτογράφηση: H ~ της γραμμικής B.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀνάγνω(σις) -ση· 2: σημδ. γαλλ. lecture]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάγνωση [anáγnosi] η, rarely ανάγνωσις, gen ανάγνωσης & αναγνώσεως, pl αναγνώσεις (L)
  • ① (act of) reading (syn διάβασμα):
    • γυαλιά κατάλληλα για την ~ |
    • ξέρω ~ I can read, διδάσκω ~ |
    • ~και γραφή reading and writing |
    • κάνει καλή or τέλεια ~, κακή ~ |
    • έχουμε μάθημα ανάγνωσης |
    • ~ βιβλίου, ~ επιγραφής, ~ιερογλυφικών σημείων, ~ κρυπτογραφημάτων, ~δοκιμίων (or διορθώσεων) |
    • ~ του παραπεμπτηρίου βουλεύματος από το γραμματέα (στο δικαστήριο) |
    • ~ για ψυχαγωγία recreational reading |
    • φιλοσοφικές αναγνώσεις |
    • η ~ του (έργου του) Kαφάβη |
    • ~ χάρτη (χάρτου) map reading |
    • ~φωτογραφιών reading of photographs, photo reading |
    • ~πυξίδας (πυξίδος) compass reading |
    • ~ διά κατόπτρου mirror reading |
    • δεν καταλάβαιναν τίποτε από όσα άκουαν κατά την ~ των ευαγγελίων (Vacalop) |
    • η ευαισθησία και η διορατικότητα καλλιεργούνται με τις αναγνώσεις (Thrylos) |
    • ο Σολωμός είναι και στις αναγνώσεις του εκλεκτικός (Panagiotop)
  • ⓐ theat first reading of a play (to the company):
    • έλαβαν απόφαση μετά την ~ |
    • ο θίασος όρισε μια μέρα για την ~ του έργου
  • ⓑ course or class in reading (syn μάθημα στην ~):
    • έχω ~ |
    • το πρωί κάνουμε ~ και γραμματική |
    • επήρε κακό βαθμό στην ~
  • ② philol (criticism) lection, reading (in text):
    • διάφορος ανάγνωσις varia lectio (abbr v.l.), differing reading |
    • εσφαλμένη ~

[fr MG ανάγνωσις, -ση ← K, PatrG ἀνάγνωσις ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες