Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάβω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανάβω [anávo] -ομαι στις σημ. 1-4 Ρ4 : 1α.βάζω φωτιά σε υλικά που καίγονται εύκολα και συνήθ. δίνουν ζωηρή φλόγα και υψηλή θερμοκρασία: Aνάψαμε φωτιά για να ζεσταθούμε. ~ τα ξύλα / τα κάρβουνα. ~ το σπίρτο. H πυρκαγιά προήλθε από αναμμένο τσιγάρο. ΦΡ κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα*. ~ φωτιά*. β. για συσκευή που λειτουργεί με καύσιμα υλικά: ~ το τζάκι / τη σόμπα. Tο τζάκι δεν ανάβει / ανάβεται εύκολα. || ~ το καζάνι, τα ξύλα που βρίσκονται στο καμίνι κάτω από το καζάνι. 2. παίρνω φωτιά: Άναψε πυρκαγιά στο δάσος. Tα βρεγμένα χόρτα δεν ανάβουν. 3α. βάζω φωτιά σε ένα υλικό, για να δώσει φως: ~ το δαδί / τα κεριά. || ~ το λυχνάρι / το καντήλι. β. βάζω σε λειτουργία ειδική συσκευή, μηχανισμό κτλ. που παράγει φως: Άφησε τα φώτα αναμμένα κι έφυγε. ~ το ηλεκτρικό. Θα ανάψω τη λάμπα, για να βλέπεις καλύτερα. Άναψε το πολύφωτο και φωτίστηκε το σαλόνι. ΦΡ μου ανάβουν τα λαμπάκια*. ~ (το) πράσινο φως*. 4. βάζω σε λειτουργία ειδική συσκευή με τη διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος: ~ το καλοριφέρ / την ηλεκτρική κουζίνα / το φούρνο. ~ το ηλεκτρικό σίδερο / το θερμοσίφωνα. Ξεπαγιάσαμε, γιατί δεν ανάβει η ηλεκτρική σόμπα. || ~ την τηλεόραση. || (επέκτ.) για οποιαδήποτε μηχανή: Άφησε αναμμένη τη μηχανή του αυτοκινήτου. 5α. για ηλεκτρική ή άλλη συσκευή, υπερθερμαίνομαι: Φοβάμαι ότι θα ανάψει το ψυγείο του αυτοκινήτου. Άναψαν οι μηχανές. ΦΡ άναψε το τηλέφωνο* / άναψαν τα τηλέφωνα. άναψαν τα πιρούνια, από το πολύ φαγητό. β. για τροφές, αλλοιώνομαι: Άναψε το τυρί. Άναψαν οι πατάτες. 6α. (προφ.) αισθάνομαι υπερβολική ζέστη: Άναψα με αυτό το παλτό σήμερα. Tον άναψαν τα δυο ουζάκια που ήπιε. β. (μτφ.) βρίσκομαι σε υπερδιέγερση από κάποιο έντονο συναίσθημα: Γιατί έχει ανάψει έτσι; Aνάβει εύκολα, θυμώνει εύκολα. ~ μόνο που το σκέφτομαι, από θυμό. ΦΡ ~ και κορώνω*. || για κτ. που προκαλεί ένταση και υπερδιέγερση: Aνάβει τον πόθο / τις ελπίδες / τα πάθη. 7. (μτφ.) για ένα γεγονός που αποκτά μεγάλες διαστάσεις: Άναψε ο πόλεμος / η συζήτηση. Άναψε το τουφεκίδι. Mεγάλο κακό μας άναψε με τα καμώματά του. || Άναψε το γλέντι / το κέφι. ΦΡ άναψαν τα αίματα*. του άναψε το αίμα*. 8. (μτφ.) χτυπώ με το χέρι ή με όπλο: Θα σου ανάψω μία!, για χαστούκι. Tου άναψε ένα χαστούκι. Aκίνητος, γιατί σου την άναψα.

[μσν. ανάβω < αρχ. ἀνά(πτω) μεταπλ. -βω με βάση το συνοπτ. θ. αναψ- κατά το σχ.: τριψ- (έτριψα) - τρίβω]

[Λεξικό Κριαρά]
ανάβω,
βλ. ανάπτω.
[Λεξικό Γεωργακά]
ανάβω [anávo] (& region. ανάφτω) ipf άναβα (& άναφτα), aor άναψα, subj ανάψω, plupf είχα αναμμένο (αναμμένη etc), pass ανάβομαι, aor ανάφτηκα, subj αναφτώ, ppp αναμμένος, pf είμαι αναμμένος
  • Ⓐ trans
  • ① set (on) fire, kindle inflame, ignite (syn βάζω φωτιά, ant σβήνω):
    • ~ φωτιά make or start a fire, e.g. άναψε φωτιά light the fire, also fig μας ανάβει φωτιές creates problems for us or με τα λόγια σου μας άναψες φωτιά w. your talk you caused troubles among (or for) us |
    • άναψε ένα σπίρτο strike (or light) a match |
    • ~ το φιτίλι (φουρνέλου) light the fuse |
    • ~ το λύχνο (το λυχνάρι) |
    • άναψα τη σόμπα, το τζάκι, το φούρνο |
    • ~ τσιγάρο (or το πούρο), e.g. δώσε μου ν' ανάψω give me a light |
    • ~ κερί στον άγιο, ανάβουν τις λαμπάδες (της Λαμπρής) |
    • idiom phr του άναψα μια ντουφεκιά (or ένα ντουφέκι, τον γκρα) (syn του έριξα μια ντουφεκιά) |
    • του την άναψε αποπίσω shot him fr behind |
    • του άναψε ένα χαστούκι or μια (στα μούτρα) slapped him on the face |
    • θα σου ανάψω καμιά I will slap you in the face (syn θα σου αστράψω καμιά) |
    • η αισθητική παιδεία ανάβει τις πρώτες σπίθες της πνευματικότητας στην κοινή ψυχή (Tsatsos) |
    • poem ναό σου υψώνω, ανάφτω σου λαμπάδα, υμνολογώντας (Palam)
  • ⓐ overheat, inflame:
    • το οινόπνευμα ανάβει το αίμα alcohol inflames the blood |
    • poem φωτιά ιερή τα σπλάχνα ανάφτει, | χτυπά σαν το σφυρί η καρδιά (Malakasis)
  • ⓑ light, switch or turn on (ant κλείνω, σβήνω):
    • ~ το φανό, το ηλεκτρικό φως (or το ηλεκτρικό or το φως) turn on the lantern, the electric light, e.g. το φως είναι αναμμένο the light is on |
    • car ~ τη μηχανή switch on the ignition |
    • poem και μουγκρίζοντας (sc η κατάρα του πατριάρχη) ανάβει | την αιώνιαν αστραπή (Solom) |
    • μπαίνει δειλά να προσκυνήση | κι ανάφτει υπέρλαμπρο καντήλι (Drosinis)
  • ② rouse to passion, arouse, excite (syn L διεγείρω, εξάπτω):
    • ~ τη φαντασία, το αίσθημα, τον πόθο, τη λαχτάρα, τον έρωτα, το μεράκι, το θυμό, τους φόβους κάποιου |
    • οι νίκες άναψαν τον ενθουσιασμό |
    • ~ καβγά stir up a quarrel |
    • ~ τον πόλεμο, μάχη |
    • τους μίλησε, τους άναψε (Melas) |
    • το άναψες το κορίτσι you excited the girl(sexually), you turned the girl on |
    • ~ το ενδιαφέρον του ακροατηρίου kindle (excite) the interest of the audience |
    • τέτοια θεάματα ανάβουν τα αίματα της νεολαίας such displays excite the senses of the youth |
    • η φαντασία ανάφτει μέσα μας την αγάπη της ζωής (Palam) |
    • πάθη άναφταν στις ψυχές των καλογήρων τούτες δω οι λεπτομέρειες (Sardelis) |
    • το ωραίο νησί που ο πόθος του με ανάβει (Gryparis)
  • ⓒ region. make s.o. angry, to anger (syn κάνω κ. να θυμώση, τον θυμώνω, εξοργίζω, παροργίζω) region (NGreece:
    • Epir, Maced, Thr; Eub) |
    • με άναψαν τα λόγια του |
    • μη με ανάβεις
  • Ⓑ intr
  • ③ catch or take fire (syn παίρνω φωτιά):
    • τα ξερά ξύλα ανάβουν εύκολα, τα υγρά δεν ανάβουν |
    • δεν ανάβει ο φούρνος |
    • άναψε το σπίτι the house caught fire |
    • idiom phr άναψε το τουφέκι, ο πόλεμος, ο καβγάς, το γλέντι, το τραγούδι, το παιγνίδι, η δουλειά (caught fire, i.e. attained momentum) |
    • ανάψαν(ε) τα καντήλια του (sc τα μάτια του) he became red fr drinking
  • ⓓ burn, be burning:
    • ανάβει το τζάκι, η φωτιά, η λάμπα, το ηλεκτρικό |
    • φούρνος δεν ανάβει σήμερα |
    • άναβε το καντήλι, το κούτσουρο |
    • τα φώτα εδώ κ' εκεί ανάβουν ακόμα |
    • poem και πάλε ολονυχτίς το ξύφαινε (sc το πανί της) στο φως δαδιών που ανάβαν (Homer Od 2.105 Kaz-Kakr) |
    • fig η φλόγα ανάβει στα στήθη
  • ⓔ be lit, light up:
    • το κλεφτοφάναρο άναψε |
    • τα φώτα είχαν ανάψει |
    • άναψε το πρώτο αστέρι πάνω από τον Yμηττό (Petsalis) |
    • τα άστρα ανάψαν στο θόλο (Venezis) |
    • poem περνάει ο καιρός, γυρνάει ο τροχός, ανάβει σβήνει το φεγγάρι (Kazantz Od 21.1) |
    • πρόσωπα ανάβουν λάμπουν μια στιγμή | και σβήνουνται σ' ένα σκοτάδι εβένου (Seferis)
  • ⓕ acquire great heat, be overheated, heat up, burn up (syn καίγομαι, παραζεσταίνομαι, φουντώνω, L υπερθερμαίνομαι, πυρακτώνομαι):
    • ανάβει η γη το καλοκαίρι |
    • άναψε ο μύλος και δεν κόβει |
    • ανάψαμε από τη ζέστη |
    • το παιδί άναψε από τον πυρετό |
    • άναψε το στόμα μου από τη δίψα |
    • idiom phr ανάβουν (or άναψαν) τα αίματά μου be angered
  • ⓖ med flush (syn έχω or παθαίνω έξαψη):
    • το πρόσωπό του είχε ανάψει, e.g. άμα πιω κρασί, ανάβει το πρόσωπό μου |
    • ανάψαν τα μάγουλά του |
    • άναψε όλος από ντροπή (Vlachogiannis)
  • ⓗ run high, become animated, be intensified (syn ζωηρεύω, εντείνομαι, κορυφώνομαι):
    • ο καβγάς, η συζήτηση (or κουβέντα), το κέφι, το γλέντι, το τραγούδι άναψε |
    • άναψε ο ενθουσιασμός |
    • άναψε η οργή, η ζήλεια, ο θυμός |
    • άναψαν τα μπουρίνια του |
    • άναψε ο πόλεμος, το τουφεκίδι |
    • έχθρητες και μίσος έχουν ανάψει |
    • folkt του άναψε ο πόθος να πηδήση το φράχτη (Megas) |
    • ανάβει η ερωτική μάχη (Myriv) |
    • η φυσιοθεραπεία άναψε και φούντωσε σε όλο σχεδόν τον κόσμο (Katsigra)
  • ⓘ be sexually excited (syn έχω σεξουαλική διέγερση):
    • ο νέος ήταν με το κορίτσι κι άναψε |
    • οι δεσποινίδες είχαν πολύ ανάψει |
    • poem περνούμε μπρος στους άντρες μας κ' εκείνοι | ανάβουν και ζητούν τον έρωτά μας (Stavrou Ar)
  • ④ flare up (syn αφαρπάζομαι, εξάπτομαι, ερεθίζομαι, θυμώνω, παίρνω φωτιά):
    • ανάβει μεμιάς, με το τίποτα, με το πρώτο |
    • άναψα μόλις τον αντίκρυσα |
    • idiom phr άναψε και κόρωσε από το θυμό του he became raving mad
  • ⑤ undergo fermentation or begin to rot, decompose, rot (of wood, foodstuffs etc) (syn αποσυντίθεμαι, σαπίζω, L σήπομαι):
    • άναψε το σιτάρι, το αλεύρι, ο μπακαλιάρος, το κρέας, το τυρί

[fr MG ανάφτω - ανάβω ← K, ByzG, PatrG ἀνάπτω ← AG; cf region. ἃφτω (& ἃβω) fr MG άφτω ← K, ByzG, MG άπτω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες