Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάβρυσμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανάβρυσμα το [anávrizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναβρύζω.

[αναβρυσ- (αναβρύζω) -μα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάβρυσμα [anávrizma] το, region. & lit
  • ① gush(ing):
    • ~ νερού |
    • το ~ της πηγής |
    • poem των πολυσάλευτων νερών πλημμύρες και μουρμούρες, | χρυσά αναβρύσματα κλ (Palam) |
    • το λάλο ~ κρατεί του βράχου η νερομάνα (Gryparis)
  • ② fig derivative, outcome, result, product:
    • φυσικό ~ |
    • ~ πάθους, ~ της καρδιάς, αισθηματικό ~, ~ αγάπης |
    • χαίρεται τ' αναβρύσματα του γέλιου της, την υπακοή της κλ (Karantonis) |
    • ~ μουσικών τόνων |
    • το χαρούμενο ~ των λαρυγγισμών του |
    • ποιητικά αναβρύσματα |
    • το ~ των εικόνων και των συμβόλων (Theotokas) |
    • ψυχικό ~ or ~ μιας ψυχής, e.g. το θεσπέσιο ~ μιας ψυχής μεθυσμένης από αγνότητα και ομορφιά (Chatzinis) |
    • τα αναβρύσματα του Mπάυρον (Palam) |
    • poem παντού είν' η πλάση ~ ομορφιάς (id.)

[der of αναβρύζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες