Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάβρασμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανάβρασμα [anávrazma] το, (region. [Epir, IonIsl etc] & lit)
  • ① boiling (syn βράση, βράσιμο)
  • ② splashing, bubbling (syn L παφλασμός):
    • poem θυμάται το λαιμό σου ... || την πέτρα που σου κρέμασαν, τη γύμνια του κορμιού σου, | το φοβερό το ~ του καταποντισμού σου (Valaor)
  • ③ fig stir, agitation (syn αναβρασμός, αναταραχή):
    • τ' άρεζε ... να σταματάη πότε πότε σε καμιά μεγάλη πολιτεία, να νοιώθη γύρω του το ~ του κόσμου, τον αγώνα του (Petsalis)

[der of αναβράζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες