Παράλληλη αναζήτηση
| 15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάβρα [anávra] η, (region. NGreece [Epir, Thess, Maced], Crete etc & lit)
- ① gushing spring, bubbling fountain (syn in αμπολή 3):
- βουνήσια ~ |
- η ~ του κήπου |
- μικρή (μεγάλη) ~ |
- γάργαρη or καθαρή ~ |
- μια ~ νερό and ανάβρες νερό (Kazantz) |
- από τα μάτια της κυλούσαν τα δάκρυα ... σα ν' ανέβαιναν από μια μυστική ~ (Nirvanas) |
- μέσα στα λόγια της υπήρχε ένας τόνος πηγαίος ... σαν ~ νερού (Myriv) |
- ξάφνω το αίμα αναβλύζει από το στόμα του σαν από ~ (Petsalis) |
- poem ω νερομάνες, ω πηγές, ω ανάβρες, ω βρυσούλες (Palam) |
- γλύκας ανεγδιήγητης ~ | χύνει το νεραϊδένιο σου το διώμα (Mavilis) |
- του νερού σου φωτιά είναι η ~, | σα φιλί (Malakasis) |
- υψώστε, ανάβρες, τα νερά σας | ωσά θυμιατηριού καπνό (Skipis)
- ② fig squirting, surging, emergence:
- ~ δροσιάς, της ζωής κλ |
- ήταν ~ ασυγκράτητου γενετήσιου ενστίκτου (Terzakis) |
- σαν ~ μιας υπεργήινης σοφίας (LAkritas) |
- poem κι όλο μου το αίμα ήταν βοή στ' αφτιά μου | και στα μάτια μου μια ~ σπίθες (Sikel) |
- κι ως ζωντανεύει γύρα της των αστεριών η ~ (id.)
- ⓐ fig source (syn πηγή):
- οι σοφοί που χαϊδολογήθηκαν με τις ανάβρες της κλασσικής ομορφιάς (Chourmouzios) |
- poem ... κινήστε το χορό ..., | ν' ανοίξουν πενταυλοί στο στήθος σας οι θεοτικές ανάβρες (Kazantz Od 15.886) |
- φέρνω ετούτες τις στροφές | ~ αμάραντη του λόγου (Sikel) |
- ω ~ του ήλιου (id.)
- ③ inception (syn αρχή):
- poem τι πρώτα εχύθη μέσα μου το γέλιο της γυναίκας, | σαν περδικήσιο λάλημα που 'ν' της αυγής ~ (Sikel)
[deverb der of αναβρώ - αναβράω ← MG, ModG αναβρύζω ← K ἀναβρύω]
- ① gushing spring, bubbling fountain (syn in αμπολή 3):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάβραδα [anávra∂a] adv (region. [I
- IonIsl, Maced] & lit) toward evening, (syn απόβραδα, βράδυ βράδυ):
- προχτές ~ |
- είκοσι Iουνίου ~ (Spandonidis) |
- poem τι τραγουδάτε ~, | ευαίσθητοι νησιώτες; (Markoras)
[fr ανάβραδο]
- IonIsl, Maced] & lit) toward evening, (syn απόβραδα, βράδυ βράδυ):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάβραδο [anávra∂o] το, (region. [IonIsl, Maced] & lit)
- the time toward evening, early evening (syn απόβραδο, βραδάκι):
- poem αλλ' ως γοργά τ' ~ στα γονικά σου φτάσης, | τα ωραία που σόδωκε ο Θεός παιδάκια ν' αγκαλιάσης (Markoras)
[cpd of pref ανα- & βράδυ; cf απόβραδο]
- the time toward evening, early evening (syn απόβραδο, βραδάκι):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναβράζω [anavrázo] Ρ2.1α (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : για κτ. που αναταράζεται όπως σε βρασμό. α. για ζύμωση: Aναβράζει ο μούστος. β. (μτφ.) για ψυχική αναταραχή.
[α: μσν. αναβράζω < αρχ. ἀναβράσσω `βράζω κτ. μέχρι να κοχλάσει΄ μεταπλ. κατά το ελνστ. βράζω < αρχ. βράσσω· β: λόγ. σημδ. αγγλ. seethe]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναβράζω [anavrázo] ipf ανάβραζα, aor ανάβρασα, ppp αναβρασμένος
- ① boil again (syn ξαναβράζω)
- ⓐ boil up, bubble, seethe (syn βράζω πολύ, χοχλάζω):
- το νερό βράζει κι αναβράζει |
- τώρα στα στερνά η γης εσκιρτούσε σαν το χόχλο στο νερό που αναβράζει (Solom) |
- ολάκερη η τοποθεσία είχε φουντώσει, βρόνταγε κι ανάβραζε σαν καταχθόνιο σιδεράδικο (Terzakis) |
- όπως το θαλασσόρεμα που αναβράζει στους σκοτεινούς βυθούς (Foteinos) |
- οι φλόγες ... με στήθη που ανάβραζαν τον όλεθρο (Karkavitsas) |
- phr αναβράζει το αίμα του he is wildly angered, e.g. ατάραχος ο γέρος συνέχιζε την κουβέντα του, ενώ το αίμα μου εμένα άρχιζε ν' αναβράζη (Terzakis)
- ② synecd ferment, of must or mash (syn υφίσταμαι ζύμωση):
- αναβράζει ο μούστος (or το κρασί)
- ③ foam, of rough sea (syn αφρίζω, φουσκώνω)
- Ⓐ fig boil over, seethe (w. passion), get angered:
- η καρδιά μου ανάβρασε |
- αναβράζει ολάκερος |
- μέσα του ... αναβράζει αδιάκοπα η ανησυχία (Terzakis) |
- ανάβραζε από το θυμό του or από το κακό του |
- ο λαός αλαλάζει και πάει κ' έρχεται, λες κι αναβράζει (Petsalis)
[fr ByzG, MG αναβράζω ← AG ἀναβράσσω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναβράζων -ουσα -ον [anavrázon] Ε12 : που αναβράζει: Aναβράζοντα δισκία, δισκία που διαλύονται στο νερό δημιουργώντας φυσαλίδες.
[λόγ. μεε. του αναβράζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναβρακάτος, -η, -ο [anavrakátos] (region. [Epir, Sterea, Peloponn, Chios])
- w. ruffled feathers, of chicken:
- αναβρακάτη κότα |
- riddle πετεινός ~ | και σιδηρομουστακάτος, | όταν 'πλώση τα φτερά του, | ποιος μπορεί να πα κοντά του; (windmill) (Chios) |
- κόκοτος ~
[cpd of pref ανα- & βρακάτος]
- w. ruffled feathers, of chicken:
[Λεξικό Κριαρά]
- αναβράκωτος, επίθ.,
- βλ. αβράκωτος.
[Λεξικό Κριαρά]
- ανάβρασις η.
-
- (Προκ. για σεισμό) αναταραχή, σφοδρό σάλεμα όπως σε κοχλασμό νερού:
- (Iερόθ. Aββ. 335).
[μτγν. ουσ. ανάβρασις. H λ. και σήμ. ιδιωμ. (‑η)]
- (Προκ. για σεισμό) αναταραχή, σφοδρό σάλεμα όπως σε κοχλασμό νερού:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάβρασμα [anávrazma] το, (region. [Epir, IonIsl etc] & lit)
- ① boiling (syn βράση, βράσιμο)
- ② splashing, bubbling (syn L παφλασμός):
- poem θυμάται το λαιμό σου ... || την πέτρα που σου κρέμασαν, τη γύμνια του κορμιού σου, | το φοβερό το ~ του καταποντισμού σου (Valaor)
- ③ fig stir, agitation (syn αναβρασμός, αναταραχή):
- τ' άρεζε ... να σταματάη πότε πότε σε καμιά μεγάλη πολιτεία, να νοιώθη γύρω του το ~ του κόσμου, τον αγώνα του (Petsalis)
[der of αναβράζω]



