Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανάβλυση
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανάβλυση [anávlisi] η, gen ανάβλυσης & αναβλύσεως (L)
  • ① gushing up, breaking forth:
    • ~ νερού (Kakridis transl of Nilsson) |
    • poem γιατί στο βάθος αυτής της ιστορίας είν' όλη η ~ του φρέατος της ζωής! (Papatsonis)
  • ② surging, emergence, source:
    • ~ θαυμασμού |
    • στη λέξη θαύμα δίδουμε την αποκλειστική έννοια ηρωικής αναβλύσεως μιας ανθρωπίνης θελήσεως (Papatsonis transl of Aλβέρτος Tιμπωντέ) |
    • η ανατολή του πνεύματος, η ~ της ελευθερίας του ανθρώπου ... κατορθώνει και τη διάρρηξη του δεσμωτηρίου της χρονικής στιγμής (Despotop)

[fr K, PatrG ἀνάβλυσις ← AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go